Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΟΧΘΗ, ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΑΣ ( ΜΕΡΟΣ 6ο )


Στο Γιαϊλατζήκι.

 Το Γιαϊλατζήκι αριθμεί σήμερα 1000 κατοίκους. Μπαίνοντας στο χωριό, μαζί με το Μουσταφά, κρατούσα στο χέρι μου τον καφέ που είχε σαν αποδέκτη το φίλο του κυρ Χρήστου, το Μουχτάρη Χουσεΐν.

Πήγαμε στο καφενείο, κοντά στην πλατεία του χωριού, απέναντι από το τεράστιο σε όγκο τζαμί. Γεμάτο το καφενείο από θαμώνες, καπνούς και αποτσίγαρα. Καθίσαμε έξω, άλλωστε υπήρχε ένας μεγάλος και όμορφα διαμορφωμένος χώρος, και παραγγείλαμε το τσάι μας. Δεν άργησαν να έρχονται στο τραπέζι μας αρκετοί χωριανοί, κυρίως μεγάλης ηλικίας. Ο Μουσταφά, πάντα στο πλάι μου ως φύλακας άγγελός μου, έκανε τις απαραίτητες συστάσεις. Μόλις μάθαιναν ότι είμαι Έλληνας, ζητούσαν πληροφορίες για τα χωριά των γονιών τους που βρίσκονταν στην Ελλάδα και κυρίως στη Μακεδονία.

Η συνεννόηση μαζί τους ήταν πολύ δύσκολη, διότι τα αγγλικά του Μουσταφά ήταν πολύ λίγα και οι δικές μου γνώσεις της τούρκικης γλώσσας πολύ περιορισμένες.

Πλησίασε ένας σεβάσμιος παππούς, με ένα μπαστουνάκι στο χέρι και μεγάλο κάτασπρο γένι, που φανέρωνε ότι ήταν χατζής.  Με χαιρέτησε ευγενικά και χωρίς να τον ρωτήσω, με ένα περήφανο βλέμμα, μου είπε……

 «Εγώ είμαι Σελανικλής και το σπίτι μας ήταν κοντά στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ. Είμαι ο μοναδικός που κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη, ενώ οι άλλοι κατάγονται από τα χωριά της Δράμας και του Λαγκαδά.

Τι κάνει η πατρίδα μου η Θεσσαλονίκη;

Τι όμορφη πόλις! Δεν υπάρχει στον κόσμο άλλη σαν και αυτή... Πολλές φορές μαζί με τους φίλους μου ανεβαίναμε και παίζαμε στα κάστρα, στο Γεντί Κουλέ ή κατεβαίναμε στη θάλασσα, κοντά στο Μπεγιάζ Κουλέ.

Πρόβλημα κανένα δεν είχαμε με τους Έλληνες, τι έφταιξε τελικά και μαλώσαμε; Τα σκατά τα έκαναν οι Αμερικάνοι και τα φάγαμε εμείς που ήμασταν σαν αδέλφια. Αυτοί μας έβαλαν να σκοτωθούμε μεταξύ μας».

Εκείνη την ώρα ήρθε ο μουχτάρης ο Χουσεΐν, ο φίλος του κυρ Χρήστου. Έμαθε ότι τον έψαχνε ένας Γουνάνης και ήρθε τρεχάτος.

Του εξήγησα ποιος είμαι και του έδωσα τον καφέ που έστειλε ο φίλος του.  Χάρηκε πολύ που τον θυμήθηκε και μάλιστα του έστειλε καφέ. Όχι τόσο για το πεσκέσι, διότι οι Τούρκοι δε συνηθίζουν να πίνουν καφέ, όσο για τη χειρονομία.   Προθυμοποιήθηκε να μου δείξει το χωριό και έτσι χαιρετήσαμε τον παππού και τους άλλους θαμώνες του καφενείου.

 Στο Γιαϊλατζήκι απέμειναν αρκετά πλινθόκτιστα ελληνικά σπίτια για να θυμίζουν τις παλιές εποχές. Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένα άλλο μνημείο. Όλα έχουν καταστραφεί.

       «Σε μερικά από αυτά τα σπίτια κατοικούν ακόμη κάποιοι ηλικιωμένοι. Τα νέα τα παιδιά κτίζουν καινούργια σπίτια ή φεύγουν στην Προύσα, όπου και υπάρχουν περισσότερες δουλειές», ανέφερε ο Χουσεΐν και συνέχισε, «Εμείς εδώ ασχολούμαστε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα χρήματα είναι όμως πολύ λίγα και δύσκολα τα βγάζουμε πέρα».

      Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και για να πω την αλήθεια, η κούραση ήταν μεγάλη. Το ίδιο θα ένιωθε και ο δύστυχος ο Μουσταφά που ταλαιπωρήθηκε όλη τη μέρα μαζί μου και μου έκανε νόημα να φύγουμε.

Έτσι επιστρέψαμε στα Κουβούκλια. Στο σπίτι, η Σαχανιέ χανούμ, κάπως ανήσυχη γιατί αργήσαμε, μας περίμενε για φαγητό. Καλή μαγείρισσα, καλή νοικοκυρά και πρωτίστως πολύ καλός άνθρωπος η Σαχανιέ. Από τις πρώτες ώρες της εγκατάστασής μου στο σπίτι τους, μου φέρθηκε σαν να με γνώριζε εδώ και πολλά χρόνια, σαν να ήμουν συγγενής της.

Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ότι στο σπίτι δεν κατανάλωναν καθόλου αλκοόλ και αντί αυτού έπιναν τις περισσότερες φορές αϊράνι.

 
«Είναι αμαρτία στο σπίτι να πίνουμε αλκοόλ. Το απαγορεύει η θρησκεία μας»,  είπε η Σαχανιέ, «στην ταβέρνα ας πιει ο Μουσταφά ό, τι θέλει».

Αφού φάγαμε, αποφασίσαμε με το Μουσταφά να πάμε για λίγο στο καφενείο. Στην τηλεόραση θα έδειχνε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι με τη Γαλατά Σεράι - ομάδα αρεσκείας του Μουσταφά - εναντίον της Φενέρ Μπαξέ. Πρόκειται για τις δυο καλύτερες ποδοσφαιρικές ομάδες της Τουρκίας.

Γεμάτο το καφενείο και όλες οι καρέκλες πιασμένες. Όταν όμως έρχεται ο μουσαφίρης, που για τους Τούρκους θεωρείται ιερό πρόσωπο, τα πάντα διορθώνονται. Έτσι βρέθηκε καρέκλα και μάλιστα μπροστά. Για να βλέπω καλύτερα το παιχνίδι.

Μεγάλη ένταση στο καφενείο και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν. Δίπλα μου καθόταν ο Χασάν ο Φενερλής, φανατικός οπαδός της Φενέρ Μπαξέ, τον οποίο είχαν τρελάνει στα πειράγματα. Όταν τελείωσε το παιχνίδι με σκορ 3-2 υπέρ της Φενέρ Μπαξέ, τους είπε ένα «…άι σιχτίρ», έκανε και την απαραίτητη  χειρονομία και έφυγε.  Αμέσως μετά, το καφενείο επανήλθε στη γνωστή και καθιερωμένη τάξη, οι μεν έπαιζαν το ντόμινο και οι άλλοι ξερή ή εξήντα έξι.

Στο τραπέζι μας προστέθηκε και ένας ασπρομάλλης χοντρούλης κύριος, γείτονας του Μουσταφά, τον οποίο διαπίστωσα πως σέβονταν και αγαπούσαν οι φίλοι της παρέας. Σεφέρ τον έλεγαν και ήταν μεγάλο πειραχτήρι.

«Άντε Γιώργο Εφέντη, έλα να παίξουμε εξήντα έξι. Να ξέρεις όμως ότι εγώ είμαι ο πρωταθλητής  στα Κουβούκλια», με είπε περιπαικτικά. 

«Να δούμε αν και εσείς οι Γιουνάνηδες σκαμπάζετε από χαρτιά».

 Ντέρμπυ το παιχνίδι… συγκεντρωμένοι γύρω οι φίλοι έκαναν φανταστική ατμόσφαιρα. Εκεί ξαναθυμήθηκα όλες τις τούρκικες βρισιές που άκουγα από το θείο Παναγιώτη από το Ταχταλή. Πεζεβέγκη… σερσερή… μπουνταλά… χαϊρσήζ… τεκνεφέζ… σαμάν γκαφαλή και πολλούς άλλους ευγενικούς χαρακτηρισμούς.

Δεν μπορώ όμως να παραπονεθώ. Είχα και εγώ τους οπαδούς μου και στο τέλος πανηγυρίσαμε μια θριαμβευτική νίκη. Ο Σεφέρ μουρμούριζε για την υπερβολική μου τύχη. Εγώ του απαντούσα, ότι το εξήντα έξι γεννήθηκε στην Ελλάδα και ότι ένας Τούρκος δεν μπορεί να νικήσει έναν Έλληνα σ’ αυτό. Στο τέλος, υποχρεώθηκε να πληρώσει το τσάι όλης της παρέας.

Όταν φύγαμε από το καφενείο ήταν πλέον αργά. Ωστόσο στο δρόμο υπήρχε μια ελάχιστη κίνηση. Όσους και αν συναντήσαμε, με χαιρετούσαν εγκάρδια και με προσκαλούσαν για κέρασμα τις επόμενες μέρες.

Που πήγαν οι φόβοι και οι λαχτάρες που αισθανόμουν όταν μπήκα στην Τουρκία; Πόσο όμορφο είναι το συναίσθημα που νιώθεις, όταν ένα ολόκληρο χωριό σε αγκαλιάζει σαν να είσαι ένας παλιός καλός τους γνώριμος και δείχνει να σε σέβεται και να σε αγαπά!», άρχισα να συλλογιέμαι.

Μέσα μου κατέρρευσε το «αντιτουρκικό» μένος το οποίο κουβαλά κάθε Έλληνας από τη στιγμή που πάει στο σχολείο. Οπωσδήποτε πολλά είναι τα δεινά που τράβηξε η Ελληνική φυλή εξαιτίας της εισβολής των Τούρκων στη Μικρά Ασία και είναι δικαιολογημένη αυτή η αντιπάθεια. Ας αναλογισθούμε όμως και εμείς τα τεράστια σφάλματά μας που μας οδήγησαν στην οδυνηρή θέση στην οποία περιήλθαμε σήμερα.  Και αυτές οι πρώτες σκέψεις, οδήγησαν σε άλλους συλλογισμούς, βαθύτερους:

 «Ο γνωστός ανά τον κόσμο ισχυρός Έλληνας, που δε δείλιαζε μπροστά σε κανέναν κίνδυνο… εξαπατήθηκε από τους μεγαλύτερους ίσως εχθρούς του, αυτούς που παρουσιάζονταν ως οι εκάστοτε «σωτήρες» του.

Αυτό διαπιστώνει εύκολα κανείς κάνοντας μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν μας.  Πρώτος σταθμός η Βυζαντινή αυτοκρατορία, που θα μπορούσε ακόμη για πολλούς αιώνες να δίνει τα φώτα της στην Οικουμένη, αλλά είχε προ πολλού σταματήσει να βγάζει αυτοκράτορες όπως ο Τσιμισκής, ο Κωνσταντίνος, ο Ιουστινιανός, ο Θεοδόσιος που τη δόξασαν.

Οι περισσότεροι από τους μεταγενέστερους επιδίδονταν μόνο σε σπατάλες, σε εξοντώσεις των αντιπάλων τους και αγώνες εξουσίας. Ήταν ζήτημα χρόνου η κατάρρευσή της. 

Και έπειτα, στη νεώτερη ιστορία μας, που μας πονά περισσότερο, οι έριδες και η ανικανότητα των πολιτικών μας οδήγησαν στη μέγγενη των Τούρκων με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα. Διότι εμείς οι Νεοέλληνες δε διδαχθήκαμε δυστυχώς τίποτα από τα σφάλματα του παρελθόντος και δεν κάναμε ούτε ένα βήμα προόδου. Αντίθετα, βάλαμε ολοταχώς όπισθεν και ολισθήσαμε στο κενό.

Οι Αρχαίοι μας πρόγονοι, οι οποίοι μας έκαναν περήφανους και γνωστούς σε όλη την οικουμένη, χάθηκαν στη λήθη του παρελθόντος. Οι ήρωες που πολέμησαν για την Ελλάδα έχουν γίνει ντεμοντέ και κανείς δεν αναφέρεται σε αυτούς.

Καταργήθηκαν τα Αρχαία Ελληνικά που διδάσκονται σε ξένα Πανεπιστήμια. Η ανύπαρκτη εθνική πολιτική έδωσε το δικαίωμα στους τσιπλάκηδες γείτονές μας να διεκδικούν παράλογα πράγματα. Καταρρεύσαμε οικονομικά από τις απάτες των επιτήδειων, οι οποίοι υφαρπάζουν ασύστολα και δεν τιμωρούνται. Και εμείς… που δώσαμε το φως του πολιτισμού… καταντήσαμε να γίνουμε ο περίγελος όλου του κόσμου. Το λαμπρό και ένδοξο παρελθόν εμβολίστηκε από το ζοφερό παρόν μας.

Κι όμως, πρέπει να χαράξουμε βαθιά μέσα μας την ιδέα πως δεν ευθύνονται οι Τούρκοι, οι Σκοπιανοί, οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι για τα δεινά μας. Αυτοί κινούνται με γνώμονα το συμφέρον της χώρας τους, απέναντι σε ένα έθνος που δεν δύναται να υπερασπιστεί τα κεκτημένα του. Και οδυνηρότερο όλων φαντάζει το γεγονός πως αυτοί οι λαοί σταδιακά θα μας υποσκελίσουν και θα καταντήσουμε υποταχτικοί τους».

«Γιώργο, πρέπει να κάνεις κανένα τηλέφωνο στην Ελλάδα, οι δικοί σου θα ανησυχούν», η φωνή του Μουσταφά με έβγαλε από τη δίνη των συλλογισμών μου.  Πήρα τη μάνα μου τηλέφωνο, την κυρά Γραμμάτα, και της περιέγραψα πόσο όμορφα κυλούσαν οι μέρες στο χωριό των γονιών της.

Αυτή με στόλισε, όπως συνήθιζε, με διάφορα κοσμητικά επίθετα γιατί δεν της τηλεφώνησα νωρίτερα. Έπειτα μου τόνισε με αυστηρότητα, «να προσέχεις, ο λύκος και ο Τούρκος δεν αλλάζουν εύκολα χούγια».

Καληνύχτισα το Μουσταφά και το Σεφέρ, και αποφασίσαμε την επόμενη μέρα να πάμε στο Ντάνσαρι ή Ιρφάνιε ή Άγιοι Θεόδωροι, ένα χωριό πολύ κοντά στα Κουβούκλια, στο δρόμο για το Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου.

Πρωί- πρωί μαζί με το Μουσταφά, πήγαμε στο σπίτι του Σεφέρ για να τον πάρουμε μαζί μας. Μας υποδέχθηκε η Γκιούλ χανούμ που στα ελληνικά σημαίνει Τριανταφυλλιά, και μέχρι να σηκωθεί ο Σεφέρ μας πρόσφερε τσάι.

Πολύ γλυκιά γυναίκα και χαμηλών τόνων η Τριανταφυλλιά. Στα νιάτα της πρέπει να ήταν πολύ όμορφη. Μια ομορφιά η οποία αδικείται μέσα στα περίπλοκα σαλβάρια και τσεμπέρια που φορούσε.

Σχετικά γρήγορα ήρθε και ο Σεφέρ και ξεκινήσαμε. Διασχίσαμε τον κεντρικό δρόμο των Κουβουκλίων, περάσαμε το Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου και φθάσαμε στο Ντάνσαρι που βρισκόταν πίσω από το λόφο Λαγαρούδες.

 
Στο Ντάνσαρι.

 Από το Ντάνσαρι καταγόταν ο παππούς Μιχάλης από το χωριό Σιδηροχώρι της Κομοτηνής. Είχα επισκεφθεί το Σιδηροχώρι, όταν προσκεκλημένος του δημάρχου, είχα κάνει μια έκθεση με τίτλο «Η ιερά καθ’ ημάς Ανατολή».

 
  «Όμορφο το χωριό μας Γιώργη. Ανήκε στο νομό Προύσας. Παλαιότερα πρέπει να το κατοικούσαν Τούρκοι, διότι όταν ήμουν πολύ μικρός θυμάμαι ότι υπήρχαν ένα τζαμί και ένα χαμάμ, τα οποία με την πάροδο του χρόνου γκρεμίστηκαν. Γύρω στις 250 ελληνικές οικογένειες έμεναν εκεί, με κύρια απασχόληση τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη σηροτροφία.

Μιλούσαμε την τουρκική γλώσσα. Την ελληνική, την οποία διδασκόμασταν στο σχολείο, σπάνια τη χρησιμοποιούσαμε. Όταν κάποτε ρώτησα τη γιαγιά μου γιατί μιλάμε τουρκικά, μου ανέφερε ότι παλαιότερα υπήρχαν αρκετοί Τούρκοι στο χωριό που είχαν έρθει από τη Μακεδονία. Με αυτούς μιλούσαν  μόνο τουρκικά και έτσι σταδιακά εγκατέλειψαν την χρήση της ελληνικής γλώσσας.

Ήταν φτωχό το χωριό μας», συνέχισε ο κυρ Μιχάλης, «και στις συναλλαγές μας με τους Τούρκους των γύρω χωριών, δίναμε τα προϊόντα μας με αντάλλαγμα κάρα, αλέτρια και ντουκάνια, τα οποία χρησιμοποιούσαμε στις γεωργικές μας ασχολίες.

Ο πατέρας μου ήταν αγροφύλακας στο χωριό. Τον είχε διορίσει, λέει, ο θείος του που ήταν μουχτάρης, αφού είχε πληρώσει στο ταμείο της Προύσας σαν εγγύηση 50 λίρες.

Έφευγε το πρωί και γύριζε, ψόφιος από την κούραση, το βράδυ. Πολύ δύσκολη η δουλειά του. Αν συνέβαινε κάποια κλοπή, και η εκτιμητική επιτροπή τον θεωρούσε υπεύθυνο, ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει αυτός τη ζημιά από την εγγύηση που είχε πληρώσει ο πρόεδρος στο ταμείο της Προύσας.

Πολλές φορές επέστρεφε στο σπίτι οργισμένος, βρίζοντας και απειλώντας θεούς και δαίμονες. Εμείς κουρνιάζαμε αμίλητοι δίπλα στη μάνα μας, για να αποφύγουμε κάποια τιμωρία.

Η εκκλησία μας βρισκόταν στην άκρη του χωριού και ήταν αφιερωμένη στους Αγίους Θεοδώρους. Από αυτήν πήρε και το ελληνικό όνομά του το χωριό. Επίσης, δεν ξέρω για ποιόν λόγο, το χωριό  είχε και άλλο ένα όνομα το οποίο χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι Τούρκοι, το Ιρφάνιε.

  


 

Ντάνσαρι. Το δημοτικό σχολείο.

 

Κατά τη διάρκεια της εορτής της εκκλησίας μας, στο μεγάλο πανηγύρι διοργανώνονταν αγώνες πάλης, οι γνωστές παλίστρες με την συμμετοχή Ελλήνων και Τούρκων παλικαριών.

Αν νικούσαν οι Έλληνες ξεφαντώναμε ως το πρωί. Πιστεύαμε ότι με τη βοήθεια των Αγίων μας κατατροπώναμε τους Τούρκους και οι νικητές για μεγάλο διάστημα φάνταζαν σαν εθνικοί ήρωες. Αν πάλι έχαναν, τότε το αποδίδαμε στην κακοτυχία του ηττημένου, στον οποίο για επίσης αρκετό καιρό δε μιλούσαμε και τον είχαμε στο περιθώριο επειδή μας ντρόπιασε.

Στο χωριό μας, συνέχισε απτόητος ο Κυρ Μιχάλης, είχαμε και δυο Αγιάσματα, της Αγίας Παρασκευής, προστάτιδας των ματιών, και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.  Στις 24 Ιουνίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου Ιωάννη, τριγυρίζαμε στα σοκάκια του χωριού και ανάβαμε μεγάλες φωτιές, χορεύοντας και τραγουδώντας. Το βράδυ έρχονταν οι θεριστές και διασταύρωναν τα δρεπάνια τους πάνω στη φωτιά, για να περάσουμε από μέσα. Από γενιά σε γενιά μεταφερόταν αυτό το έθιμο και είχε σκοπό να προφυλάξει τα παιδιά από τις θέρμες.

Στο κέντρο του χωριού μας υπήρχε ένα μεγάλο καφενείο το οποίο διέθετε και πανδοχείο για τη φιλοξενία των επισκεπτών, που ως επί το πλείστον ήταν Τούρκοι αξιωματούχοι.

Πολύ όμορφο και επιβλητικό ήταν το διώροφο σχολείο μας, δίπλα στην εκκλησία. Είχε αρκετούς μαθητές οι οποίοι πήγαιναν 2-3 χρόνια και ύστερα το εγκατέλειπαν για να βοηθούν τους γονείς τους με τις εργασίες του σπιτιού.

Μέσα στο χωριό υπήρχε ο Αναστασού τσεσμές. Πήρε το όνομά του από μια νέα του χωριού, την Αναστασού, η οποία είχε βρει στην περιοχή αυτή μία αρχαία μαρμάρινη ελληνική επιγραφή και την παρέδωσε στο μουχτάρη. Δε θυμάμαι τι έγραφε, αλλά ήταν φαίνεται σημαντική, διότι ήρθαν αμέσως από την αρχαιολογία της Προύσας και την πήραν μαζί τους. Εμείς ονομάσαμε τον τσεσμέ «της Αναστασούς» για να τιμήσουμε την κοπέλα που βρήκε το σημαντικό αυτό εύρημα.

 Στην περιοχή του τσεσμέ ερχόμασταν συχνά για να παίξουμε, όπως και στην τοποθεσία Κιλισέ Αλτί, που ήταν πιο κάτω από την εκκλησία. Εκεί έβγαζαν ένα είδος μαλακής πέτρας με την οποία οι πατεράδες μας έφτιαχναν σταυρούς για τους τάφους.

Όταν εγκαταλείψαμε το χωριό εγώ ήμουν 4-5 ετών. Έπρεπε να φύγουμε γρήγορα για τα Μουδανιά διότι πλησίαζε ο στρατός του Κεμάλ. Πήραμε ό, τι μπορούσαμε να μεταφέρουμε με το κάρο και από τα Μουδανιά επιβιβαστήκαμε στο παπόρι που μας έβγαλε στη Ραιδεστό. Από εκεί φθάσαμε στην Ελλάδα και διασκορπιστήκαμε στους νομούς Ροδόπης, Ξάνθης και Κοζάνης».

        Το σημερινό Ντάνσαρι είναι ένα μικρό χωριό και αποτελεί θα έλεγα ένα συνοικισμό των Κουβουκλίων. Υπάρχουν αρκετά όμορφα ελληνικά σπίτια που αντέχουν ακόμη στο πέρασμα του χρόνου. Δυστυχώς όμως, το πανέμορφο σχολείο γκρεμίστηκε πριν λίγα χρόνια και το μόνο που μπορεί ακόμη κανείς να διακρίνει, είναι ελάχιστα χαλάσματα.

Οι κάτοικοί του, οι περισσότεροι πρόσφυγες από διάφορους νομούς της Μακεδονίας, φιλόξενοι όπως όλοι οι Τούρκοι, μας προσκάλεσαν στο καφενείο για να μας κεράσουν.  Αποχωρήσαμε σχετικά γρήγορα από το Ντάνσαρι με κατεύθυνση το Αϊνασί, ένα άλλο πρώην ελληνικό χωριό, το οποίο ανήκε και αυτό στα 24 χωριά της Εκκλησιαστικής Περιφέρειας Απολλωνιάδας.

 
Στο Αϊνασή και στον πανέμορφο Αι Γιώργη του.
 

 Το Αϊνασί ή Ozluce με τη σημερινή του ονομασία, δεν απέχει πολύ από τα Κουβούκλια, ενώ ο πληθυσμός του φτάνει μόλις τους 300 περίπου κατοίκους.

 Είναι ο τόπος καταγωγής του σημερινού δημάρχου Νιλουφέρ Προύσας, του Mustafa Bozbey, του οποίου οι γονείς ήταν πρόσφυγες από τα χωριά Κρυονέρι και Όσσα του Λαγκαδά, και εγκαταστάθηκαν στο Αϊνασί με την ανταλλαγή του 1924.

Πλησιάζοντας στο χωριό, διακρίνουμε το μιναρέ της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, την οποία ανακαίνισε ο δήμαρχος και την έκανε πολιτιστικό κέντρο.

Στην πλατεία μας υποδέχθηκε ο μουχτάρης, ο οποίος γνώριζε το Μουσταφά. Τους ένωναν, βλέπεις, οι κοινοί πολιτικοί αγώνες τους για το κόμμα που υποστηρίζουν, αυτό του Μπαϊκάλ.

Στο Αϊνασί πριν την ανταλλαγή κατοικούσαν 130 ελληνικές οικογένειες. Καλλιεργούσαν δημητριακά, καπνά, οπωροκηπευτικά και πολλοί ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και τη σηροτροφία.

Οι σχέσεις των κατοίκων με τα γύρω τουρκικά και ελληνικά χωριά ήταν πολύ καλές. Τους βοηθούσε άλλωστε και το γεγονός ότι μιλούσαν καλά την τουρκική γλώσσα. Η ειρηνική αυτή συμβίωση διεκόπη το 1914, όταν ήρθαν οι Τσέτες από τα βάθη της Τουρκίας και το λεηλάτησαν.

Οι λιγοστοί κάτοικοι μη μπορώντας να αντισταθούν, το εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στα Κουβούκλια για να σωθούν. Όταν επέστρεψαν, αντίκρισαν ένα  χωριό λεηλατημένο και βοηθώντας ο ένας τον άλλο, το επανέφεραν στην αρχική του κατάσταση.

Στην πλατεία του χωριού είχαν κτίσει το 1912 την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είχε στην κατοχή της αρκετά κτήματα, από τα οποία εξασφάλιζε τους πόρους της και βοηθούσε τους άπορους κατοίκους.  Δίπλα της υπήρχε το μονώροφο δημοτικό σχολείο με τους λιγοστούς μαθητές του, και παραδίπλα ένα μικρό καφενείο για τους κατοίκους του χωριού.

Οι κάτοικοι του Αϊνασί, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκαν στις Σέρρες και δημιούργησαν έναν συνοικισμό που τον ονόμασαν «Ομόνοια». Ακόμη και οι σημερινές γενιές αναστενάζουν στο άκουσμα του ονόματος του παλιού χωριού τους. 

 Θυμάμαι, όταν είχα αναφέρει στις Αϊνασιώτισσες κυράδες, Χαρίκλεια και Γιαννούλα, ότι ο Αϊ Γιώργης έχει ανακαινιστεί, ξέσπασαν σε κλάματα. Θεωρούσαν πως ακόμα ήταν τζαμί. Σε μία εβδομάδα συγκέντρωσαν 35 άτομα και πραγματοποίησαν μία εκδρομή με προορισμό το παλιό χωριό, για να προσκυνήσουν τον Αϊ Γιώργη.

«Μεγάλη η Χάρη του», μου είπε κλαίγοντας η κυρά Χαρίκλεια, «το έκανε πάλι το θαύμα του».

Γυρίσαμε τα σοκάκια μαζί με το μουχτάρη, δυο τρεις άλλους Αϊνασιώτες και το Μουσταφά, ο οποίος ήταν πολύ γνωστός και τον χαιρετούσαν όλοι. Ο Σεφέρ κάθισε στο καφενείο και έπινε το τσάι του. Τα υπερβολικά κιλά του δεν του επέτρεπαν πολλές μετακινήσεις. Άλλωστε δεν τον ενδιέφεραν και πολύ τα πολιτιστικά δρώμενα, προτιμούσε το ραχάτι του.

 Φτωχό και μικρό χωριό το Αινασί, διαθέτει ακόμη αρκετά ελληνικά σπίτια, τα οποία είχαν επισκευάσει και τα κατοικούσαν.

«Το χωριό μας», πήρε το λόγο ο μουχτάρης, «άρχισε σιγά- σιγά να αναπτύσσεται από τότε που κτίστηκε το Πανεπιστήμιο Uludag της Προύσας. Πολλοί κάτοικοι εργάζονται στο Πανεπιστήμιο, ενώ άλλοι στο εργοστάσιο της αυτοκινητοβιομηχανίας Ρενώ που βρίσκεται κοντά στο χωριό».

Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει ο Άγιος Γεώργιος. Οι Τούρκοι πέταξαν τα τσιμέντα που είχαν στους τοίχους και φάνηκαν τα τούβλα που τονίζουν την ομορφιά της εκκλησίας. Στο εσωτερικό οι τοίχοι είναι σοβαντισμένοι με ασβέστη, ο γυναικωνίτης επιδιορθώθηκε και στο κέντρο κρέμονται οι πολυέλαιοι.

 


 
Αϊνασή. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου.

 

«Ένας παπάς μας λείπει τώρα Γιώργο Μπέη», είπε περιπαικτικά ο μουχτάρης και όλοι γέλασαν.

Με τη σειρά μου προσπάθησα να ανταποδώσω το πείραγμα, γνωρίζοντας ότι οι κάτοικοι του Αϊνασί κατάγονται οι περισσότεροι από την Όσσα και το Κρυονέρι του Λαγκαδά, χωριά των οποίων οι Έλληνες κάτοικοι είχαν εξισλαμιστεί βιαίως την περίοδο σας Τουρκοκρατίας.

«Και οι παππούδες σας Έλληνες ήταν, οι οποίοι πριν πολλά χρόνια είχαν αλλαξοπιστήσει».

Δε φάνηκε να αιφνιδιάζονται, αλλά αντιμετώπισαν το πείραγμα με αδιαφορία. «Αυτά τώρα πέρασαν», ήταν η απάντησή τους.

Επιστρέψαμε στο καφενείο, όπου ο Σεφέρ είχε βαρεθεί να μας περιμένει.

 «Φτάνει πια… αρκετά ντουβάρια φωτογράφισες σήμερα, άσε τα υπόλοιπα για τις άλλες μέρες».

Τη στιγμή εκείνη έφτασε ένα αυτοκίνητο που πουλούσε παπούτσια. Όμορφα παπούτσια και πολύ φθηνά. Διάλεξα ένα ζευγάρι αλλά δίσταζα να τα αγοράσω διότι αμφέβαλλα για την ποιότητά τους.

Εν τω μεταξύ, την παρέα μας μεγάλωσε η παρουσία ενός άλλου ευτραφούς κύριου, ονόματι Ραμίς, ο οποίος μαζί με το Σεφέρ λόγω κιλών, έκαναν ένα πολύ ωραίο δίδυμο ή μάλλον τρίδυμο διότι και εγώ ήμουν πάνω-κάτω στα κιλά τους…. Ήταν ο αδελφός του δημάρχου του Νιλουφέρ Προύσας. Είχε έρθει ως αντιπρόσωπος του αδελφού του για να με καλωσορίσει και μας κέρασε καφέ. Το γνωστό τούρκικο καβουρντισμένο καφέ, ο οποίος όμως δεν παύω να υποστηρίζω πως δε συγκρίνεται με τον δικό μας.

«Καλός ο καφές σας», τους πείραξα «αλλά ο ελληνικός καφές είναι ανώτερος».

«Ναι βέβαια», μουρμούρισε ο Σεφέρ όλα τα πράγματα τα δικά σας είναι καλύτερα, τα δικά μας είναι παρακατιανά.»     

Ο Μουσταφά την ίδια ώρα κάτι μουρμούριζε με τον Ραμίς. Κατάλαβα τι έλεγαν, αλλά έκανα το κορόιδο. Σε λίγο ήρθε ο παπουτσής με ένα ζευγάρι παπούτσια, αυτά που είχα διαλέξει προηγουμένως και μου τα πρόσφερε.

«Είναι δώρο από το Ραμίς Μπέη», μου είπε.  Προσποιήθηκα ότι εκπλήσσομαι από τη χειρονομία και αρνήθηκα αρχικά. Τελικά δέχτηκα και ευχαρίστησα το Ραμίς.  «Μπερεκέτ ολσούν!»

Έφερα ένα μπουκάλι τσίπουρο από το αυτοκίνητο και του το πρόσφερα για να ανταποδώσω την ευγενική του χειρονομία.  Δε φάνηκε να του πολυάρεσε όμως, διότι ήταν πολύ σέρτικο, σε αντίθεση με το δικό τους, το Γενή ρακί, που είναι πιο ελαφρύ. Τάχα δεν πρέπει να καταναλώνουν αλκοόλ ως μουσουλμάνοι που είναι, αλλά τα βράδια στις ταβέρνες παρατήρησα πως πίνουν πιο πολύ και από εμάς.

Έφτασε η ώρα να αναχωρήσουμε και πάλι για τα Κουβούκλια. Στο αυτοκίνητο συνεχίστηκαν τα καλαμπούρια και τα πειράγματα.

«Άντε πάλι… οικονόμησες καινούρια παπούτσια. Τάχα δεν τα ήθελες κιόλας,  παλιογιαλαντζή», με πείραξε ο Σεφέρ.

«Μιας και έχουμε χρόνο, δεν περνάμε και από το Αναχώρι», πρότεινα εγώ, και οι άλλοι συμφωνήσανε. Είναι και αυτό ελληνικό χωριό, που βρισκόταν από την άλλη πλευρά των Κουβουκλίων, κοντά σε ένα άλλο πολύ παλιό ελληνικό χωριό, τα Ζωγραφιστά.

 
Στο Αναχώρι.

 
Το Αναχώρι ή Αναφόρ, όπως το έλεγαν οι Τούρκοι, ήταν μικρό χωριό και μικρό παρέμεινε. Σήμερα βέβαια έχουν αλλάξει το όνομά του σε Τσάϊλι.

Κάνοντας ένα σύντομο περίπατο στα σοκάκια του χωριού, διέκρινα αρκετά ελληνικά σπίτια που άντεχαν ακόμη στο πέρασμα του χρόνου. Πριν την ανταλλαγή βλέπεις, κατοικούσαν εκεί περίπου πενήντα ελληνικές οικογένειες.

Η εκκλησία του χωριού, που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και είχε κτιστεί το 1866, δεν υπήρχε πια.

«Την έκαψε ο Ελληνικός στρατός κατά την αποχώρηση», μου είπε ένας Τούρκος παππούς.  Και εμείς πρόσφυγες είμαστε, από τα χωριά της Καβάλας και της Δράμας».

Όπως και οι περισσότερες εκκλησίες της περιοχής, διέθετε πολλά εκκλησιαστικά κτήματα που τα εκμεταλλευόταν για τις ανάγκες της.

Απέναντί της, υπήρχε ένα διώροφο κτίριο του οποίου το επάνω μέρος το χρησιμοποιούσαν σαν σχολείο και το ισόγειο σαν καφενείο. Σκοτείνιασε όταν αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε από το Αναχώρι.

 

 



Το Αναχώρι.

 
Φθάσαμε στα Κουβούκλια την ώρα που ο μουεζίνης είχε βγει ψηλά στο μιναρέ για να αναγγείλει κάτι στους κατοίκους. Θα ήταν κάτι χαρμόσυνο διότι διέκρινα κάποια χαρά στα πρόσωπα των φίλων μου.

Είμαστε καλεσμένοι στο σπίτι του συμπέθερου του Σεφέρ, του Μουράτ Μπέη. Θα πάει στη Μέκκα να προσκυνήσει και να γίνει χατζής. Αυτό το γεγονός ανήγγειλε ο μουεζίνης και κάλεσε όλο το χωριό να πάει να κεραστεί στο σπίτι του μελλοντικού χατζή, είπε ο Μουσταφάς.

Ένδοξη θεωρούν όλοι οι μουσουλμάνοι τη στιγμή που θα αξιωθούν να ταξιδεύσουν στη Μέκκα για να προσκυνήσουν τον Ιερό Τόπο του Ισλάμ και να γίνουν χατζήδες. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει άλλωστε και με εμάς τους χριστιανούς, όταν επισκεπτόμαστε την Ιερή πόλη του χριστιανισμού, την Ιερουσαλήμ.

Ο μελλοντικός Τούρκος χατζής προετοιμάζεται μία εβδομάδα πριν για το ιστορικό αυτό ταξίδι. Τα βράδια τον επισκέπτονται γείτονες και συγγενείς, ενώ άλλοι συγχωριανοί που έγιναν ήδη χατζήδες, προσπαθούν να τον προετοιμάσουν ψυχικά και να τον ενθαρρύνουν.Την παραμονή της αναχώρησης, ο μουεζίνης αναγγέλλει από το μιναρέ το χαρμόσυνο γεγονός και προσκαλεί τους χωριανούς για ένα κέρασμα στο σπίτι του.

Το γεγονός αυτό επαναλαμβάνεται κατά την επιστροφή του χατζή, όταν πια θα έχει ήδη αρχίσει να διακρίνεται και η γενειάδα του, που θα τον ξεχωρίζει από τους άλλους χωριανούς και θα τον χαρακτηρίζει «Χατζή». Αυτός θα διηγείται τη συνταρακτική γι’ αυτόν εμπειρία και θα μοιράζει διάφορα «μπιχλιμπίδια» φερμένα από τον ιερό τόπο σε όσους τον επισκέπτονται. Και οι επισκέπτες με τη σειρά τους θα ονειρεύονται τη μέρα που θα βιώσουν την ίδια εμπειρία και θα νιώσουν το ίδιο ξεχωριστοί!

Πήγαμε λοιπόν με το Σεφέρ στο σπίτι του συμπέθερου, ο οποίος έμελλε να γίνει χατζής. Το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο, κυρίως γυναίκες που κερνούσαν τους επισκέπτες. Το κέρασμα ήταν αϊράνι και διάφορες πίτες. Ευχηθήκαμε στο συμπέθερο καλό ταξίδι και φύγαμε για το σπίτι, μετά από μια κουραστική μέρα γεμάτη συγκινήσεις.

Το επόμενο πρωί αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το Ακτσέ Πινάρ, παραλίμνιο χωριό απέναντι από την Απολλωνιάδα. Είναι κτισμένο πάνω σε έναν καταπράσινο λόφο, πνιγμένο στα δέντρα, ενώ μπροστά του υπάρχει η λίμνη, συνδυασμός που του χαρίζει ξεχωριστή ομορφιά.

Ξεκινήσαμε νωρίς για να προλάβουμε το απόγευμα να επισκεφθούμε και άλλα χωριά. Ο Σεφέρ δεν ήρθε μαζί μας αυτή τη φορά. Είπε ότι είχε κάποια δουλειά. Μετά από τη χθεσινή κούραση, δε χρειάζεται να διαθέτει κανείς πολύ μυαλό για να καταλάβει πως έψαχνε δικαιολογία για να παραμείνει στο χωριό.

Περάσαμε το ελληνικό χωριό Μπάσκιοϊ, έπειτα δυο tουρκικά, το Ακτσαλάρ και το Φάντιλι, και διασχίζοντας το δρόμο που γλείφει τις όχθες της λίμνης, φθάσαμε στο πανέμορφο Ακτσέ Πινάρ.

 Στο πανέμορφο Ακτσέ Πινάρ.

 
Το χωριό ανήκε στην υποδιοίκηση Κρεμαστής του νομού Προύσας και το όνομά του στα ελληνικά μεταφράζεται Ασπροπηγή. Πως προέκυψε αυτό το όνομα κανείς δεν μπόρεσε να μου εξηγήσει.

Αλλά πάλι με τόσα νερά που υπάρχουν τριγύρω, όλο και κάποια πηγή θα υπάρχει.

Ήταν σχετικά μικρό χωριό και το κατοικούσαν 80 ελληνικές οικογένειες. Ο Παντ. Κοντογιάννης  αναφέρει ότι στο Ακτσέ Πινάρ κατοικούσαν Θράκες, ενώ ο Ευρωπαίος περιηγητής Φίλιπσον, στο βιβλίο του «Ταξίδια και ανακαλύψεις στη Μικρά Ασία», γράφει ότι οι κάτοικοί του κατάγονταν από τη Ρούμελη.

Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού είχαν έρθει από τη Μακεδονία και την Ήπειρο για να εργαστούν στα κτήματα ενός Μπέη, ο οποίος μάλιστα τους έκτισε σπίτια και μια εκκλησία για να εκκλησιάζονται. Οι κάτοικοι του νέου χωριού, μετά από σκληρή δουλειά, σταδιακά προόδεψαν και κατάφεραν να αγοράσουν από τον Μπέη τα κτήματα στα οποία εργάζονταν. 

Κύρια απασχόλησή τους ήταν η ξυλεία. Έκοβαν τα ξύλα από τα γύρω βουνά, Αρί Καγιά, Καμήλα και Φούρλα και τα μετέφεραν με μουλάρια μέχρι τη λίμνη, στην περιοχή Τσιναρούδ. Εκεί, τα φόρτωναν στα τομπάζια, στα ξεχωριστά καΐκια της λίμνης της Απολλωνιάδας, και τα μετέφεραν προς πώληση στην Κωνσταντινούπολη.

 Κάποιες άλλες από τις κύριες ασχολίες τους ήταν η σηροτροφία, η αλιεία,  η κτηνοτροφία και η γεωργία. Τα χωράφια γύρω από τη λίμνη ήταν πάρα πολύ εύφορα, γεγονός που βοηθούσε στην πλούσια παραγωγή κηπευτικών προϊόντων. Ξακουστά ήταν στη γύρω περιοχή τα μποστάνια του Ακτσέ Πινάρ με τα περίφημα μυρωδάτα και ζουμερά πεπόνια του.

Οι κύριες συναλλαγές των κατοίκων του χωριού γίνονταν με την Απολλωνιάδα, όπου πήγαιναν και πουλούσαν τα προϊόντα τους. Υπήρχαν και πολλοί κυνηγοί στο χωριό, οι οποίοι κυνηγούσαν αγριογούρουνα στην περιοχή Ντομούζ Χαμάμ.  Κοντά στο χωριό έρεε ο Κοτζά Ντερές ο οποίος το χειμώνα ξεχείλιζε και προκαλούσε πολλές καταστροφές. Οι κατηφορικοί δρόμοι του χωριού ήταν σε άσχημη κατάσταση και όταν έβρεχε μετατρέπονταν σε χείμαρρους που πλημμύριζαν τα σπίτια. Ιδίως ο μαχαλάς Τέκ Πόι γέμιζε με λάσπες που δυσχέραιναν την πρόσβαση σε αυτόν.

Η εκκλησία του ήταν αφιερωμένη στην προστάτιδα των ματιών, την Αγία Παρασκευή. Χτισμένη στα βόρεια του χωριού, πάνω από το ρέμα, επέτρεπε στους επισκέπτες της να βλέπουν όλη την περιοχή, τα γύρω βουνά, τη λίμνη, την Απολλωνιάδα και να δοξάζει το θεό για την περισσή ομορφιά που χάρισε στο χωριό.

Η όμορφη εκκλησιά κτίστηκε το 1904, αφού πρώτα οι κάτοικοι γκρέμισαν την παλιά, που είχε χαρίσει στους πρώτους κατοίκους ο Τούρκος Μπέης, γιατί κινδύνευε να καταρρεύσει. Στον περίβολό της υπήρχε μια μεγάλη καρυδιά, όπου τα παιδιά του χωριού τη Μεγάλη Εβδομάδα κρεμούσαν το ομοίωμα ενός Εβραίου, φτιαγμένο από κουρέλια και άχυρο και το έκαιγαν στη δεύτερη Ανάσταση.

Στην ίδια Αγία ήταν αφιερωμένο και ένα παρεκκλήσι, χτισμένο στην πλατεία του χωριού. Εδώ, λόγω ευρυχωρίας, στηνόταν την ημέρα της εορτής της μεγάλο πανηγύρι.

Σε ένα άλλο παρεκκλήσι, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο, έρχονταν με τους άρρωστους συγγενείς τους Τούρκοι και Έλληνες και παρακαλούσαν τον μεγαλομάρτυρα να τους ελεήσει. Οι γυναίκες που είχαν άρρωστα παιδιά, τα έπλυναν με το Αγίασμα και κατόπι μοίραζαν για τη Χάρη του Αγίου, στους κατοίκους λουκουμάκια.

Μεγάλο πανηγύρι οργάνωναν και την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, με παλαίστρες, στις οποίες συμμετείχαν και οι πεχλιβάνηδες των γύρω χωριών. Τέλος, υπήρχε κοντά στο χωριό και το Αγίασμα που ήταν αφιερωμένο στην Παναγία και οι κάτοικοι το επισκέπτονταν συχνά για να δροσιστούν με το χωνευτικό και δροσερό νερό του.

Όπως και σε όλα τα χωριά, έτσι και στο Ακτσέ Πινάρ, υπήρχε ένας μικρός ξενώνας για τη φιλοξενία των επισκεπτών. Λίγο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή κτίσθηκαν και τέσσερα πανδοχεία, τα οποία εκμεταλλεύονταν Απολλωνιαδίτες.

 Στο σχολείο του χωριού διδάσκονταν τα τουρκικά στη γνωστή Καραμανλήδικη γραφή. Στην ομιλία των κατοίκων μπορούσε κανείς να διακρίνει πολλούς ιδιωματισμούς που φανέρωναν την καταγωγή τους.

Για παράδειγμα, «τα κάλαντα», όπως και σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας, τα έλεγαν «κόλιντρα».

 Το χωριό υπέστη καταστροφές και λεηλασίες το 1914 από τους Τσέτες, οι οποίοι κατέστρεφαν και λεηλατούσαν τα μικρά κυρίως ελληνικά χωριά. Σήμερα, μπαίνοντας στο χωριό κανείς διακρίνει δύο μεγάλα πανέμορφα ελληνικά σπίτια, όμοια με πύργους, τα οποία αντέχοντας στο χρόνο, καλωσορίζουν τους επισκέπτες.

Στη μικρή πλατεία του χωριού, μας υποδέχτηκαν τρεις υπέργηροι παππούδες, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τον όμορφο καιρό, ήρθαν στο καφενείο να πιουν το τσαγάκι τους και να ανταλλάξουν καμιά κουβέντα.

Η παρουσία μου τους χαροποίησε ιδιαίτερα. Τους θύμισα τις πατρίδες τους,  τη Δράμα και το Λαγκαδά, από τις οποίες αναγκάστηκαν να φύγουν σε ηλικία πέντε ετών.

 
     Ακτσέ Πινάρ. Ο ναός της Αγίας Παρασκευής.

«Θέλουμε να έρθουμε στην Ελλάδα», μου είπαν «να ξαναδούμε τα χωριά μας, αλλά αδυνατούμε διότι τα παιδιά μας έφυγαν στην Προύσα για να εργαστούν και μείναμε μόνοι μας στο χωριό. «Ποιος να μας φέρει στην Ελλάδα; Οι νέοι μας δε δείχνουν κανένα ενδιαφέρον».

Ανηφόρισα τους δρόμους του χωριού και έφθασα στην εκκλησία, η οποία όσο ήταν τζαμί, διατηρούνταν σε καλή κατάσταση. Τώρα έχει μετατραπεί σε αχυρώνα, όπου ο ιδιοκτήτης της έχει αποθηκεύσει τροφές για τα ζώα του.

Γύρω της υπάρχουν πάρα πολλά μεγάλα ελληνικά σπίτια, έτοιμα και αυτά να καταρρεύσουν.

    <<Δε διαθέτουμε χρήματα για να χτίσουμε καινούργια σπίτια και κατοικούμε στα παλιά ελληνικά κάνοντας απλώς κάποιες επιδιορθώσεις», εξήγησε ο παππούς Ραμαζάν.Τα ετοιμόρροπα, τα αφήνουμε να καταρρεύσουν μόνα τους αφού δεν υπάρχει δυνατότητα να μείνει κανείς σε αυτά».

Πράγματι, πανέμορφα ελληνικά σπίτια, τα οποία είναι καταδικασμένα να πεθάνουν όρθια, αφού οι νέοι ιδιοκτήτες τους δεν είναι σε θέση να τους δώσουν ζωή και τα εγκαταλείπουν.

Κρίμα για το Ακτσέ Πινάρ, ένα χωριό με εξαιρετικές χάρες, να θυμίζει πια περισσότερο ένα εγκαταλελειμμένο τόπο εξορίας, στον οποίο κάποτε ζούσαν και μεγαλουργούσαν οι Έλληνες.

     «Στο χωριό άρχισαν να έρχονται πλούσιοι έμποροι από την Προύσα και αγοράζουν κτήματα για να χτίσουν βίλες», είπε ο Μουσταφά. «Σε λίγο καιρό αυτά τα σπίτια δε θα υπάρχουν, θα τα αγοράσουν οι πλούσιοι Προυσαείς από τους ντόπιους που τα εγκατέλειψαν».

Χαιρετίσαμε τους παππούδες και φύγαμε για τα Κουβούκλια με σκοπό να επισκεφθούμε ένα άλλο χωριό, γνωστό για την πιο ξεχωριστή εκκλησία στην περιοχή της Προύσας, το Ντερέ Κιόϊ ή Ποταμιά.

Επιστρέφοντας από το Ακτσέ Πινάρ, περάσαμε ξανά δίπλα από τη λίμνη. Oι όχθες ήταν γεμάτες από σάζια, στα οποία είχαν βρει προστασία χιλιάδες πουλιά. Όταν οδηγούσαμε σε ξέφωτο, ξεπρόβαλαν από απέναντι τα σπίτια του Γούλιου και της Απολλωνιάδας. Ένας πίνακας ξεχωριστής ομορφιάς, ζωγραφισμένος με τα πινέλα και τα χρώματα ενός πολυτάλαντου ζωγράφου. Περάσαμε ξανά από το Φάντιλι, το Άκτσαλαρ, το Μπάσκιοϊ, και κατευθυνθήκαμε προς τα Κουβούκλια. Εκεί συναντήσαμε το Σεφέρ και με το στανιό τον βάλαμε στο αυτοκίνητο για να μας πάει στο Ντερέ Κιόι.

Όχι που θα το γλίτωνε!!

Αυτός ο άνθρωπος μαζί με το Μουσταφά αποτελούσαν ένα ξεχωριστό δίδυμο, όπως προανέφερα, παρόλο που διέφερε ο ένας από τον άλλο. Ψηλός, αδύνατος και κεβεζές ο Μουσταφά… χοντρός, ασπρομάλλης, λιγομίλητος αλλά με ξεχωριστό χιούμορ, ο Σεφέρ. Το λίγο διάστημα που έμεινα στα Κουβούκλια, δεθήκαμε συναισθηματικά και γίναμε αχώριστοι.

«Άντε Γιώργο σιγά – σιγά θα σε κάνουμε σουνέτι και εγώ θα είμαι ο Κιρβέ – κάτι αντίστοιχο με το δικό μας νονό», με πείραζε ο Σεφέρ.

«Ταμάμ», τους απαντούσα, «κανένα πρόβλημα, ama cok para istiyorum».

«Problem yok», έμπαινε στη συζήτηση ο Μουσταφά, «μετά την τελετή θα σε γεμίσουμε με μικρές χρυσές λίρες και θα γίνεις πλούσιος. Μόνο πρόσεξε διότι ο Σεφέρ πίνει πολύ και τρέμουν τα χέρια του, κι αν με τον μπαλτά σου κόψει παραπάνω από όσο πρέπει… ή όλο… τότε τι γίνεται;»

Ξεκαρδίζονταν στα γέλια, τους καλάρεσε η ιδέα. Εγώ πάλι τους απειλούσα ότι θα ξαναγυρίσουμε στα μέρη μας, διότι αυτά ήταν δικά μας, και θα τους στείλουνε πίσω στο Ταταριστάν από όπου είχαν έρθει.

«Πρόσεξε», συνέχισε το πειραχτήρι ο Μουσταφά, «αυτός που θα συναντήσουμε στο Ντερέ Κιόϊ είναι πολύ άγριος και ανήκει στο κόμμα του Τουρκές, τους γκρίζους λύκους. Στο επάγγελμα είναι χασάπης. Πρόσεξε τι θα λες, διότι δεν το έχει σε τίποτε να σηκώσει τη χαντζάρα και να σε καθαρίσει». «Εγώ είμαι Έλληνας», του απάντησα, «και ένας Έλληνας είναι ίσος με πέντε Τούρκους. Ας τολμήσει λοιπόν να σηκώσει τη χαντζάρα του».

Συνεχίσαμε το ταξίδι μας με γέλια και χαρές…  Αφού διασχίσαμε 2-3 τουρκικά χωριά, φθάσαμε στο Ντερέ Κιόϊ που ήταν κρυμμένο ανάμεσα σε μικρούς, γεμάτους ελιές, λόφους, χωμένο μέσα σε μια ρεματιά. Αυτό άλλωστε σήμαινε και το Ελληνικό όνομά του, Ποταμιά.

Πολλοί ηλικιωμένοι Ντερεκιολήδες που είχα συναντήσει στην Ελλάδα, μου ανέφεραν ότι οι πρόγονοί τους, πριν αρκετά χρόνια, είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή που είναι κτισμένο σήμερα το Ντερέ Κιόϊ, προερχόμενοι από την Ποταμιά Ικονίου, την πατρίδα του Αγίου Γεωργίου.


Στο  αξέχαστο Ντερέ Κιόϊ, με την αδικοχαμένη Αγία Παρασκευή του.

 

«Το Ντερέ Κιόϊ ήταν μεγάλο χωριό, είχε 450 οικογένειες και ανήκε στην υποδιοίκηση Μουδανιών του νομού Προύσας», μου διηγήθηκε ο παππούς Αλέξανδρος από τη Βέροια πριν μερικούς μήνες. Είχε έρθει στην Ελλάδα σε ηλικία επτά χρονών αλλά θυμόταν αρκετά πράγματα από το όμορφο χωριό του.

«Οι γονείς μου, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού, ασχολούνταν κυρίως με την παραγωγή κουκουλιών, σταφυλιών και ελαιών.  Κάθε Κυριακή που γινόταν το παζάρι στο χωριό, πήγαινα με τον παππού και πουλούσαμε ελιές, λάδι, ρακί και αγοράζαμε άλλα προϊόντα. Λάδι βγάζαμε δικό μας σε έναν από τους τέσσερις λαδόμυλους που είχε το χωριό και ανήκε σε έναν συγγενή μας. Το χωριό διέθετε επίσης δύο νερόμυλους και οκτώ με δέκα καζάνια, όπου έβραζαν ρακί, την καλύτερη της περιοχής.

Όμορφο το χωριό μας!» αναπολούσε ο παππούς Αλέξανδρος.

Το καλοκαίρι με τη ζέστη, μαζευόμασταν σε παρέες και πηγαίναμε στα δυο ποταμάκια που ήταν δίπλα στο χωριό, το Αραμπατζή και το Κιλίκ Ντερεσί, και κάναμε μπάνιο για να δροσιστούμε.

Αυτό όμως για το οποίο ήμασταν όλοι περήφανοι ήταν η πανέμορφη εκκλησία μας, που ήταν αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή. Την είχε κτίσει το 1857 ο Προυσαεύς αρχιτέκτονας Αβραάμ Ιωαννίδης και αποτελούσε το στολίδι της περιοχής.

Κτισμένη όπως ήταν σε ψηλό μέρος του χωριού, την έβλεπαν όλοι να αγκαλιάζει τα σπίτια, προσφέροντάς τους την ευλογία της. Εσωτερικά και ψηλά στην κορυφή της, υπήρχε ο Παντοκράτορας και στο κέντρο την συγκρατούσαν έξι στύλοι με πολύ όμορφα κιονόκρανα. Το τέμπλο και ο άμβωνας ήταν σκαλισμένοι με γύψο ενώ στους γύρω τοίχους ήταν ζωγραφισμένες αγιογραφίες. Η παράδοση, συνέχισε ο παππούς, αναφέρει ότι η εκκλησία είχε κτιστεί κατόπιν χρηματικής ενίσχυσης του περιβόητου καπετάν Μανώλη από το Αϊβαλί».

Αναφέροντας τον καπετάν Μανώλη φώτισε το πρόσωπό του!  «Ανήκε και ο πατέρας μου στην ομάδα του, όπως και πολλά άλλα παλικάρια από το Ντερέκιοϊ, το Γιαλί Τσιφλίκι και την Κίο. Δρούσε στην περιοχή Προύσας και είχε τη βοήθεια και τη συμπαράσταση όλων των χριστιανών, διότι λήστευε πλούσιους αγάδες που καταδυνάστευαν και λεηλατούσαν τις μειονότητες. Η τουρκική κυβέρνηση τον είχε επικηρύξει έναντι 200 λιρών, γεγονός που βοήθησε στη σύλληψη και εξόντωσή του. Βούλγαροι ξυλοκόποι, επωφελούμενοι της εμπιστοσύνης που τους έδειξε επειδή ήταν χριστιανοί, τον σκότωσαν και παρέδωσαν το κεφάλι του στον διοικητή της Προύσας.

Τον έκλαψαν κρυφά όλοι οι Έλληνες και για να τον θυμούνται τραγουδούσαν αυτό το τραγούδι.

«ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ»

Πάει Μανώλης πάει, πάει να κοιμηθεί

στ’ όνειρό του είδε που θαλά σκοτωθεί.

Σε μια μεγάλη πέτρα σ’ ένα κριό νερό

σκότωσαν το Μανώλη, της Κατερίνας γιο.

Κρίμα Μανώλη μ’ κρίμα, κρίμα το μπόι σου,

πού έκανες ρεζίλι όλο το σόι σου.

Δε στο ‘πα Μανώλη μ’, με Τούρκο μην παγέν(ι)ς,

θα σε σκοτώσνα Μανώλη μ’ κι άδικα θα παγέν(ι)ς.

Δεν ήταν μάνα μ’ Τούρκοι, δεν ήταν Χριστιανοί

μάνα μ’ ήταν μπιτσκητζήδες (υλοτόμοι) και παλιοβούλγαροι.

Δεν ήταν μάνα μ’ ένας, δεν ήταν μάνα μ’ δυο

μόν’ ήταν τρεις χιλιάδες και δέσαν το βουνό.

Μανώλη μ’ το κεφάλι σ’ το βαλαν στο χεϊμπέ (δισάκι),

το πήγανε στην Προύσα στο μέγα μακεμέ (δικαστήριο).

Τ’  Μανώλη η μαχαίρα ήτανε τρεις οργιές

κι όταν την ετραβούσε έτρεμαν οι ψυχές.

Τ΄ Μανώλη τα δαχτύλια ήτανε κολλητά

κι όταν τραβούσε πάλα έτρεμαν τα βουνά.

Μανώλης είχε μάνα είχε και μια αδελφή

είχε και μια γυναίκα μ’ εφτά μηνού παιδί.

 

Δάκρυσε ο παππούς Αλέξανδρος όταν τελείωσε το τραγουδάκι. Συγκινήθηκε πολύ για τον άδικο χαμό του παλικαριού. Οργίστηκε, κάτι πήγε να πει για τους παλιοβούλγαρους αλλά τον συγκράτησα.

«Δεκαπέντε λεπτά έξω από το χωριό μας, είχαμε κτίσει ένα μοναστηράκι αφιερωμένο στην Παναγία που γιόρταζε το Δεκαπενταύγουστο. Τα Φώτα συνηθίζαμε να πηγαίνουμε εκεί όλοι οι χωριανοί και να διανυκτερεύουμε. Χαρά θεού για εμάς τα παιδιά, διότι είχαμε αρκετό χρόνο και μεγάλο μέρος για να παίξουμε. Δυτικά του χωριού, υπήρχε ένα Αγίασμα αφιερωμένο στην προστάτιδα των ματιών, την Αγία Παρασκευή, και πιο πέρα ένα άλλο αφιερωμένο στην Παναγία, που είχε κτιστεί το 1905.

Μέσα στο χωριό, είχαμε το Αγίασμα του Αγίου Γεωργίου, το Κουλάκ Αγιασμασί. Όποιος είχε πρόβλημα με τα αυτιά, πήγαινε στον Άγιο Γεώργιο, έπλυνε τα αυτιά του με το Αγίασμα και θεραπευόταν. Έρχονταν και πολλοί Τούρκοι που πίστευαν στη Χάρη του, άναβαν ένα κερί και ζητούσαν από τον Άγιο να τους θεραπεύσει.

Το διώροφο σχολείο μας είχε κτιστεί το 1905 δίπλα στο ρυάκι που διασχίζει το χωριό. Διώροφο ήταν και το μοναδικό καφενείο στο κέντρο του χωριού, που στον όροφό του στεγάζονταν ο μισαφίρ οντάς για τους τούρκους επισκέπτες.

Θέλω πολύ να πάω στο χωριό μου Γιώργη», τόνισε με πίκρα ο παππούς Αλέξανδρος, αλλά φοβάμαι, δεν μπορώ να ξεπεράσω τα όσα συνέβησαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή».

Φθάνοντας στο Ντερέ Κιόϊ, διέκρινα την εκκλησία που ξεχώριζε από τις κορυφές των άλλων σπιτιών, που ήταν και αυτά ελληνικά στην πλειοψηφία τους, αλλά στο κακό τους το χάλι.

Επισκεπτόμενος αυτά τα χωριά, χαίρεσαι που υπάρχουν ακόμη ελληνικά στοιχεία να σου θυμίζουν τους προγόνους σου, αλλά η καρδιά σου σπαράζει για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει. Δεν κατηγορώ όμως τους νέους κατοίκους τους, τους Τούρκους. Είναι φτωχοί άνθρωποι και δεν έχουν δυνατότητες να τα συντηρήσουν. Καταλαβαίνοντας μάλιστα, τη συναισθηματική φόρτωσή μας, προσπαθούν να μας φερθούν όσο το δυνατό πιο ευγενικά και φιλόξενα.

Φθάσαμε στην πλατεία με τα καφενεία, όπου μας περίμενε ο φίλος του Σεφέρ, ο γκρίζος λύκος, ονόματι Νουρί.  Τι γκρίζος λύκος και κουραφέξαλα!! Αυτός ήταν ένα άκακο αρνί. Μας υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά και μας κέρασε, κατ’ εξαίρεση, έναν τούρκικο καφέ.

«Αυτός δεν είναι τούρκικος καφές. Εμείς τον λέμε ελληνικό καφέ και ο δικός μας είναι καλύτερος, πιο κιμπάρικος»,  τους πείραξα για άλλη μια φορά.

«Τα δικά σας τα πράγματα είναι πάντα τα καλύτερα», απάντησε πάλι ο Σεφέρ, πιες τον καφέ αλλιώς πάρε τσάι».

Εν τω μεταξύ, άρχισαν να μαζεύονται πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι που μας καλωσόριζαν.

«Καλώς ήρθες στο χωριό μας κοπέλι. Ίντα κάμεις;» με χαιρέτισε ένας σεβάσμιος παππούλης πάνω από εκατό χρονών. «Εμείς εδώ είμαστε όλοι Κρητικοί και η πατρίδα μας είναι η Κάντια, το Ηράκλειο, τα Χανιά και το Ρέθυμνος».

Έμεινα για λίγο άφωνος από την έκπληξή μου! Ο παππούλης αυτός  μιλούσε καλύτερα τα Κρητικά και από Κρητικούς που ήξερα!!!

«Εγώ κατάγομαι από την Κάντια, το Ηράκλειο, και το σπίτι μας ήταν δίπλα στην πλατεία με τα λιοντάρια. Εκεί πηγαίναμε και παίζαμε και τα καλοκαίρια βουτούσαμε στη στέρνα.  Καλοί άνθρωποι οι Κρητικοί, αλλά και πολύ σκληροί. Παλαιότερα ακούγαμε από τους πατεράδες μας ότι αν τα παιδιά τους ήταν ανάπηρα, τα πετούσανε στα φαράγγια».

Λαλίστατος ο Χασάν Νταής, και αν ξεχνούσε κάτι το συμπλήρωναν οι άλλοι. «Πες παππού και καμιά μαντινάδα», τον παρότρυναν. Δεν τους χάλασε το χατίρι……

<<Αν έχεις Κρητικό για φίλο, πάρε πάντοτε μαζί σου και ένα ξύλο». «Κρήτη, Κρήτη μου, καμάρι του Λεβάντε…», άρχισε να απαγγέλλει ένα ποίημα και ξέσπασε σε κλάματα.

«Εμάς οι μανάδες μας ήταν Ελληνίδες και όταν φύγαμε με το στανιό, αφήσαμε πίσω μας πολλούς συγγενείς και φίλους. Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, σκεπτόμασταν την πατρίδα μας με τα πανέμορφα φαράγγια, τις πεδιάδες, τον περήφανο Ψηλορείτη που είχε πάντοτε χιόνια και την καθαρή θάλασσά της.

Αχ Κρήτη μου, Κρήτη μου!» αναστέναζε ο Χασάν Νταής με τα δακρυσμένα του μάτια. Γιώργη, αν πάς στην Κρήτη, φίλησε το Άγιο χώμα της και πες της χαιρετίσματα από το Χασανάκι που όπου νάνε θα πεθάνει και δε θα την ξαναδεί. Πάρε και λίγο χώμα και αν τύχει και περάσεις πάλι από εδώ, πέταξέ το πάνω στο μνήμα μου, να με σκεπάσει και να αναπαυτώ».

 


    Ο παππούς το Χασανάκι στο Ντερέ Κιόϊ.

 

 «Έλα Γιώργη μου! πάμε να σου δείξω το χωριό».

Σηκωθήκαμε, τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Ένας γλυκύτατος παππούς, ένας πικραμένος πρόσφυγας που δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του. Πήρε το μπαστουνάκι του και αφού περάσαμε τα σοκάκια του χωριού, φθάσαμε στην εκκλησία.  Όπως προανέφερα, στο Ντερέκιοϊ υπάρχουν πολλά παλιά ελληνικά σπίτια. Κάποια από αυτά είναι επιδιορθωμένα και κατοικήσιμα και άλλα, των οποίων οι σκεπές έχουν πέσει, περιμένουν απλώς το τελειωτικό χτύπημα, την πλήρη κατεδάφιση.

 Αυτή όμως, λόγω των οικονομικών δυσχερειών, θα αργήσει. Το γεγονός αυτό δίνει σε εμάς, τους Έλληνες επισκέπτες, την ευκαιρία να κλάψουμε πάνω στα κουφάρια τους για λίγο ακόμη.

Τεράστια η εκκλησία! Θαρρείς και θα πέσει πάνω στα κεφάλια μας έτσι που την παρατηρούμε από τα μπροστινά σκαλοπάτια της. Η είσοδος καλυμμένη με ξύλα και φρύγανα.

«Για να μη μπαίνουν τα παιδιά και πέσει κανένα καδρόνι στο κεφάλι τους», ψιθύρισε ο παππούς.

Ερείπιο η εκκλησία. Άδειασε ο ουρανός της και τεράστια καδρόνια κρέμονται από ψηλά σαν να ζητούν βοήθεια. Αρνούνται πεισματικά να πέσουν, γεγονός που θα σήμαινε το τέλος του πανέμορφου αυτού μνημείου.

  



   Ντερέ Κιόϊ. Ο ναός της Αγίας Παρασκευής.

 
Στους τοίχους της δεξιάς πλευράς, ένα χριστιανικό μάτι εύκολα διακρίνει τις σκιές των Αγίων που κάποτε στόλιζαν το ναό. Παραμένουν εκεί οι Άγιοι, σε μία ύστατη προσπάθεια να φυλάξουν τον τόπο του θεού.

Στήνουν το πανηγύρι τους όταν μπαίνει κάποιος χριστιανός και κάνει το σταυρό του. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή γιορτάζουν η εκκλησία και οι Άγιοι. Γιορτάζει και ο επισκέπτης, που διαισθάνεται αυτό το πανηγύρι, και είναι πανευτυχής που με την επίσκεψή του συνετέλεσε σε αυτήν τη γιορτή.

Πίσω μου υπάρχουν τα ερείπια του γυναικωνίτη. Ανέβηκα πάνω μέσω της σκάλας που σε οδηγεί σε αυτόν. Δεν φοβόμουν ότι θα πέσει, είχα τους Αγίους στο πλάι μου να τη συγκρατούν.  Από εκεί ψηλά, φαίνεται πολύ καλύτερα η ομορφιά του χριστιανικού αυτού ναού. Μπροστά μου διακρίνεται το Ιερό, ή μάλλον ότι απέμεινε από αυτό, και μάλιστα έτοιμο να πέσει. Οι έξι κίονες που στήριζαν την οροφή, είχαν καταρρεύσει και κείτονταν άψυχοι στο κέντρο της εκκλησίας.

Το εσωτερικό της εκκλησίας ήταν παντού σκαμμένο, ακόμη και οι τοίχοι και οι άψυχοι κίονες. Τα βέβηλα χέρια κάποιων ανόητων έσκαψαν σπιθαμή προς σπιθαμή, ψάχνοντας για λίρες και χρυσαφικά που άφησαν πίσω τους οι κυνηγημένοι Έλληνες, συντελώντας έτσι στην καταστροφή της.

Αυτό συνέβη σχεδόν σε όλες τις εκκλησίες στην περιοχή της Προύσας και σε όσες διασώθηκαν από τα άλλα βέβηλα χέρια,  αυτά των Ελλήνων στρατιωτών. Οι τελευταίοι, με περισσή ευκολία, κατά την αποχώρησή τους από τη Μικρά Ασία, έβαζαν φωτιά στα ελληνικά χωριά, για να μη μείνει τίποτε στους αλλόθρησκους «βάρβαρους».  Σαν να μάντεψε αυτά που σκεπτόμουν ο Χασάν Νταής και μου εξήγησε ότι κάποιοι μπουνταλάδες, ψάχνοντας να βρουν λίρες στο εσωτερικό της εκκλησίας, την κατέσκαψαν, με αποτέλεσμα να την καταστρέψουν.

 «Όταν ήρθαμε εμείς από την Κρήτη, ήταν πανέμορφη η εκκλησιά. Περήφανη και αγέρωχη, μας υποδέχθηκε με περισσή αξιοπρέπεια. Τη σεβαστήκαμε, διότι κάθε ευσεβής Μουσουλμάνος και Χριστιανός πρέπει να σέβεται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τους τόπους λατρείας των γειτόνων του.  Άλλωστε των περισσότερων από εμάς οι μανάδες ήταν Ελληνίδες που εξισλαμίστηκαν, και μας έμαθαν να σεβόμαστε την εκκλησία και τη θρησκεία των χριστιανών.

Οι πατεράδες μας, αφού σκέπασαν τις αγιογραφίες με ασβέστη, επειδή δεν επιτρέπονται φωτογραφίες σε μουσουλμανικά τεμένη, την χρησιμοποίησαν σαν τζαμί. Τα τελευταία χρόνια κτίσαμε καινούργιο τζαμί και την εγκαταλείψαμε. Τότε βρήκαν την ευκαιρία κάποιοι βέβηλοι και την κατέστρεψαν. Σας ζητώ συγγνώμη, εγώ το Χασανάκι από την Κάντια της Κρήτης».

Δίπλα μας ο Νουρί, ο γκρίζος λύκος, ήταν συντετριμμένος.

«Μικρά παιδιά δεν ξέραμε την αξία της. Ψηλά στην εκκλησία, υπήρχε μια ζωγραφισμένη φωτογραφία του Ισά Μπέη. Παίρναμε πέτρες και συναγωνιζόμασταν ποιος θα την πετύχει. Δεν ησυχάσαμε μέχρι να την  καταστρέψουμε και να τη ρίξουμε κάτω. Τώρα καταλαβαίνουμε το λάθος μας».

Μάζεψα από κάτω κάποια παλιά κομμάτια από γύψο, πήρα τον παππού και κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία.

«Εδώ ήταν κάποτε ένα Αγίασμα του Αγίου Γεωργίου και οι κάτοικοι των γύρω χωριών υποστήριζαν ότι το νερό του θεράπευε τα αυτιά», είπε ο παππούς. Πολύ πρόσφατα κάναμε ανάπλαση της πλατείας, φαίνεται εμπόδιζε και το κατέστρεψαν».  Με πόνο ψυχής έφυγα από το Ντερέκιοϊ.

Η πανέμορφη ρημαγμένη εκκλησιά φώλιασε στην ψυχή μου, όπως και το Χασανάκι, το οποίο ακόμη περιμένει στον τάφο του το χώμα από την πατρίδα για να αναπαυθεί. Ελπίζω να μπορέσω κάποτε να πραγματοποιήσω το τάμα του!  Στο δρόμο ο Σεφέρ και ο Μουσταφά μουγκάθηκαν. Κατάλαβαν τη στεναχώρια μου και από σεβασμό δε μιλούσαν.

 
Προς το Γιαλί Τσιφλίκι.

 
Κατευθυνθήκαμε για το Γιαλί Τσιφλίκι.  Στη διαδρομή για το Γιαλί Τσιφλίκι το τοπίο παραμένει το ίδιο. Παντού μεγάλοι λόφοι φυτεμένοι με λιόδεντρα. Κάπου κάπου συναντούσαμε αγρότες, οι οποίοι μάζευαν τα κρεμμύδια τους, που είναι από τα καλύτερα της περιοχής.

Το Γιαλί Τσιφλίκι ανήκε στην υποδιοίκηση Μουδανιών του νομού Προύσας και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη της Νικομήδειας.

Η ιστορία του χωριού αρχίζει από το 1787 όταν έντεκα οικογένειες που κατάγονταν από τα Άγραφα, κυνηγημένες από τον Αλή Πασά και τους Τουρκαλβανούς του, κατέφυγαν στην περιοχή αυτή. Την αγόρασαν από έναν πλούσιο Τούρκο τσιφλικά και έκτισαν το όμορφο χωριό.

Αργότερα ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και άλλοι Έλληνες. Μία από αυτές ήταν από τη Βλάστη της Κοζάνης.  Πριν την Καταστροφή, στο Γιαλί Τσιφλίκι κατοικούσαν 300 περίπου ελληνικές οικογένειες που μιλούσαν τα ελληνικά με τους ιδιωματισμούς της περιοχής των Αγράφων.

«Ήταν πολύ πλούσιο το χωριό μας», μου διηγήθηκε πριν κάμποσα χρόνια, ο μπάρμπα Γιορδάνης από την Πτολεμαΐδα, «και εμείς οι Γιαλιτσιφλικιώτες ήμασταν πολύ περήφανοι άνθρωποι. Το θεωρούσαμε ντροπή αν έφευγε κανείς από το χωριό, λόγω φτώχειας.  Είχαμε πολλά λιόδεντρα που παρήγαγαν εξαιρετικό λάδι. Το βάζαμε στις σφύδες, τα πήλινα δοχεία, και το φυλάσσαμε στα υπόγεια των σπιτιών μας. Μαζί με τις μπόλικες ελιές, τα κουκούλια, το κρασί, τα σταφύλια, και τα κηπευτικά, καλλιεργούσαμε κυρίως σκόρδα και κρεμμύδια και τα πουλούσαμε στους εμπόρους της Προύσας και της Κωνσταντινούπολης. Μάλιστα για τις μεγάλες ποσότητες κρεμμυδιών που βγάζαμε, οι κάτοικοι των διπλανών χωριών μας αποκαλούσαν κατσουλέρηδες, από την κατσούλα, το πάνω μέρος του κρεμμυδιού».

Η εκκλησία του ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Χτισμένη στα βόρεια του χωριού, πάνω από το ρέμα, επέτρεπε στους επισκέπτες της να βλέπουν όλη την περιοχή. Η όμορφη εκκλησιά κτίστηκε το 1904, αφού πρώτα οι κάτοικοι γκρέμισαν την παλιά, που είχε χαρίσει στους πρώτους κατοίκους ο Τούρκος Μπέης, γιατί κινδύνευε να καταρρεύσει. Γιόρταζε το Δεκαπενταύγουστο και την ημέρα αυτή ξεφαντώναμε σε ένα μεγάλο πανηγύρι με παλαίστρες, στις οποίες συμμετείχαν Τούρκοι και Έληνες και από τα γύρω χωριά.

Είχαμε και πολλά παρεκκλήσια γύρω από το χωριό μας. Της Αγίας Μαρίνας, της Αγίας Μπουρμπουλινής και της Αγίας Παρασκευής, που έκανε πολλά θαύματα.

Κάποτε, ανήμερα της γιορτής της Αγίας, έλεγαν στο χωριό πως πήγε στο Αγίασμα ένας τυφλός Τούρκος, πλύθηκε με το νερό και μετά από λίγο βρήκε το φως του. Θάμαξαν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής και μίλαγαν πολύ καιρό για τα θαύματα και τη δύναμη των χριστιανών αγίων.

Το σχολειό μας ήταν μεγάλο, εξατάξιο, και είχε κτιστεί το 1895. Δίδασκαν τρεις δάσκαλοι από την Κωνσταντινούπολη και άλλοι τρεις από τα γύρω χωριά, τους οποίους πλήρωνε η Εκκλησία από το ταμείο της, φορολογώντας γι’ αυτόν το λόγο τον κάθε χωριανό, ανάλογα με τα εισοδήματά του.  Πηγαίναμε και στο σχολαρχείο όπου μαθαίναμε υποχρεωτικά τα Τούρκικα.

Οι δάσκαλοι πολλές φορές μας διηγούνταν την Ελληνική Ιστορία, την επανάσταση του 1821 και μας δίδασκαν τα πατριωτικά τραγούδια του Ρήγα Φεραίου. Τα λέγαμε με μεγάλη περηφάνια και τα τραγουδούσαμε φωναχτά με κίνδυνο να μας ακούσει κανένας περαστικός Τούρκος. Αν εκείνη τη στιγμή μας ειδοποιούσαν ότι περνούσαν απ’ έξω Τούρκοι, αμέσως αλλάζαμε το σκοπό και τραγουδούσαμε το παρακάτω τραγούδι:

 

«Γιαλί Τσιφλίκι μ’  όμορφο, με τα φαρδιά σοκάκια

και πως το καταδέχτηκες κι έβαλες χανουμάκια. (δις)

Σένα το λέγω, σένα που είσαι απ’ την Αγυιά,

που ‘χεις τα μαύρα φρύδια και τα σγουρά μαλλιά.

Σένα το λέγω, σένα πουλί μου κι άκουσ’ το,

πάρε χαρτί και πένα και κάτσε γράψε το.

Στα Μουδανιά θα πιω κρασί, στην Τρίγλια θα μεθύσω

και μέσα απ’ το Γιαλί Τσιφλίκ κορίτσι θ’ αγαπήσω. (δις)

Σένα το λέγω, σένα πουλί μου κι άκουσ’ το, πάρε χαρτί

και πένα και κάτσε γράψε το».

 Ποιος πήγαινε όμως στο σχολείο; Δυο τρία χρόνια μόνο και ύστερα φεύγαμε και βοηθούσαμε τους γονείς μας στις γεωργικές δουλειές. Αυτές έφερναν παράδες.

Στο κέντρο του χωριού υπήρχε  ένα μεγάλο πανδοχείο, όπου διέμεναν οι επισκέπτες του. Οι περισσότεροι ήταν Τούρκοι που έρχονταν να μαζέψουν τους φόρους. Σύμφωνα με την παράδοση, επί του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, είχε δοθεί στους Γιαλιτσιφλικιώτες το προνόμιο να συλλαμβάνουν και να σκοτώνουν επικηρυγμένους Τούρκους ή Έλληνες ληστές».

Και ενώ ο μπάρμπα Γιορδάνης μου διηγούνταν με περηφάνια τα κατορθώματα των χωριανών του, ξαφνικά όταν άρχισε να μιλά για το Σεφέρ Μπειλίκ, το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Ήταν τότε, στα 1914 οι Νεότουρκοι ανέτρεψαν το Σουλτάνο εγκαθιδρύοντας το Χουριέτ, τη δημοκρατία.

«Όλοι οι Τουρκαλάδες τραγουδούσαν στους δρόμους… Γιασασίν Χουριέτ ανταλέτ μουσαβέτ … Γιασασίν ντοβλέτ…»

Εμείς οι Έλληνες αρχίσαμε να φοβόμαστε. Βλέπαμε τριγύρω μας καινούργιες άγριες φάτσες που είχαν φθάσει στις περιοχές μας από τα βάθη της Τουρκίας.

Το χειρότερο όμως ήταν το Σεφέρ Μπεηλίκι, δηλαδή η επιστράτευση.

«Σεφέρ Μπεηλίκ βερμέζ μπιζέτ τεσκερέ ασκερέ ασκερέ», δηλαδή η επιστράτευση δε δίνει απολυτήριο στους στρατιώτες.

 Κατέφθαναν χαρτιά στο σπίτι που καλούσαν τους πατεράδες και τα μεγάλα αδέλφια μας στο στρατό. Όσοι είχαν κάποια οικονομική επιφάνεια, πλήρωναν και προσωρινά το γλίτωναν. Άλλοι γίνονταν «κατσάκια» και έφευγαν σε άλλες πόλεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

 



    Γιαλί Τσιφλίκι. Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου.

 
Έρχονταν οι ζανταρμάδες στο χωριό, έψαχναν τα κατσάκια και βασάνιζαν όλη την οικογένεια μέχρι να αποκαλύψουν που είναι ο φυγάς. Έτσι πήρανε και τον πατέρα μου, που ήταν κρυμμένος στο αμπάρι και φανερώθηκε, διότι δεν άντεχε να ακούει τις κραυγές μας. Τον πήρανε και χάθηκε, δεν τον ξανάδαμε.

Εν τω μεταξύ, άρχισαν οι ξενόφερτοι Τούρκοι να μπαίνουν και να ληστεύουν τα ελληνικά χωριά. Τον Ιούνιο του 1914 μπήκαν στο Γιαλί Τσιφλίκι και το καταλήστεψαν. Οι περισσότεροι από εμάς έφυγαν και πήγαν στο Βελετλέρ, στην Τρίγλια, στα Κουβούκλια και σε άλλα ελληνικά χωριά. Όταν γυρίσαμε μετά από καιρό, τα πάντα ήταν κατεστραμμένα. Φτού και πάλι από την αρχή…  Έως ότου έφτασε το 1922, και τότε αναγκασθήκαμε να φύγουμε οριστικά. Εμείς ήρθαμε στην Πτολεμαΐδα και δόξα το θεό τακτοποιηθήκαμε».

Τρεις μέρες μετά τη συνέντευξή μας, πέθανε ο μπάρμπα Γιορδάνης. Τουλάχιστον πρόλαβε και μου εκμυστηρεύτηκε τον καημό του αλλά και την ιστορία του χωριού του.

      Περνώντας το τούρκικο χωριό Γιαμάν Κιόι, μπήκαμε στο Γιαλί Τσιφλίκι που σήμερα ανήκει στο Δήμο Μουδανιών.  Ο Σεφέρ κοιμόταν και ο Μουσταφά σιγοτραγουδούσε το τραγούδι που έπαιζε εκείνη τη στιγμή το μαγνητόφωνο. Πρέπει να ήταν το «Σ’ αγαπώ», ένα παραδοσιακό τραγούδι του Πάριου. Του άρεσε πολύ του Μουσταφά.

«Τι θα πει σ’ αγαπώ;» με ρώτησε.

«Σ’ αγαπώ θα πει πεινάω», του απάντησα πειράζοντάς τον, «άντε να φάμε και εμείς κάπου γιατί πείνασα».

«Εσύ πάντα το φαΐ σκέπτεσαι», μου απάντησε και σώπασε. Μπήκαμε στο χωριό… Ένας τεράστιος δρόμος χωρίζει το Γιαλί Τσιφλίκι σε δυο πλευρές. Αν κάποτε ασφαλτοστρώσουν αυτόν το δρόμο και φτιάξουν καινούργια σπίτια κατά μήκος του, θα είναι πανέμορφος. Με εντυπωσίασε, μου θύμισε τους μεγάλους δρόμους των πόλεων. Βέβαια τα σπίτια εδώ ήταν τα περισσότερα παλιά, ασοβάτιστα και απεριποίητα. Σταματήσαμε σε ένα από τα πολλά καφενεία που υπήρχαν κατά μήκος του  δρόμου. Κάποιοι παραγωγοί είχαν απλώσει την πραμάτεια τους και πουλούσαν λάδι σε ντενεκέδες, ελιές και κρεμμύδια, όπως και οι παλιοί κάτοικοι του χωριού.  

Ρώτησα έναν ηλικιωμένο αν υπάρχει ακόμη η παλιά εκκλησία και μου έδειξε ένα σοκάκι λίγο πιο πέρα.  Η εκκλησία είχε σχεδόν ισοπεδωθεί. Το μόνο που διασωζόταν ακόμη ήταν 2-3 ντουβάρια τα οποία επιβεβαίωναν την ύπαρξή της. Το εσωτερικό της είχε γεμίσει με χώμα και το χρησιμοποιούσαν για παρκινγκ. Γύρω από αυτήν, στο μαχαλά της εκκλησίας, υπήρχαν πολλά σπίτια ελληνικά, άλλα γκρεμισμένα και άλλα επιδιορθωμένα και κατοικήσιμα.

 
«Στην αρχή, όταν ήρθαν οι δικοί μας τη χρησιμοποιούσαμε σαν τζαμί, και όταν φτιάξαμε καινούργιο, σιγά-σιγά γκρεμίστηκε», είπε ένας παππούς στο καφενείο. 

Όμορφο και αυτό το χωριό, ή μάλλον χτισμένο σε όμορφη τοποθεσία! Τα πολυάριθμα ελληνικά σπίτια του, πριν το 1922, όταν ήταν καινούργια και σοβαντισμένα πρέπει να ήταν εξαίσια. Τώρα όμως, προσφέρουν μια άσχημη εικόνα στον επισκέπτη. 

Ξεκινήσαμε για το τελευταίο χωριό της περιοχής, το Βελετλέρ. Το τσάι που είχαμε μόλις πιει μου έκοψε τη διάθεση για φαγητό. Θα πρέπει όμως να πεινούσε ο Σεφέρ, διότι συνεχώς με πίεζε να φύγουμε.
 «Άντε μπρε Γιώργο, όχι άλλα ντουβάρια, φτάνει πια. Άφησε τα υπόλοιπα για τις άλλες μέρες… άμα νε σαμάνγκαφαλής είσαι», πετούσε και το τούρκικο βρισίδι στο τέλος.

Ήξερε ότι τα καταλάβαινα, άλλωστε γι’ αυτό τα έλεγε, για να με πειράξει. Αγαθός και φιλήσυχος άνθρωπος, παρά το άγριο παρουσιαστικό του.

Ο Μουσταφά στην κοσμάρα του… Όταν το ραδιόφωνο έπαιζε τσιφτετέλια, άρχιζε τους χορούς και τα τραγούδια. Με είχε αγανακτήσει στην κυριολεξία με τις ερωτήσεις του, τι σημαίνει αυτό και τι σημαίνει το άλλο.

 
Στο Βελετλέρ.
 

Το Βελετλέρ είναι κτισμένο σε υψόμετρο τέτοιο που σου επιτρέπει να διακρίνεις στο βάθος τον Κυανό κόλπο. Σε μικρή απόσταση από το χωριό  υπήρχε ένα ρέμα  το οποίο χειμώνα καλοκαίρι είχε πολύ νερό και χύνονταν στον Νιλουφέρ ποταμό.

Το όνομά του ήταν   Cinarli dere και γύρω του υπήρχαν πολλά πλατάνια τα οποία έδωσαν και στο χωριό το σημερινό του όνομα που είναι Cinarli.

Πριν το 1922, ανήκε στην υποδιοίκηση Μουδανιών του νομού Προύσας. Οι 90 περίπου οικογένειες που κατοικούσαν στο Βελετλέρ, μιλούσαν την τουρκική γλώσσα και οι κύριες ασχολίες τους ήταν η επεξεργασία κουκουλιών, η παραγωγή καλαμποκιού, σιταριού, λιναριού, αμπελιών και ελαιών. Ήταν μικρό χωριό και είχε ένα μουχτάρη, ο οποίος εκλεγόταν κατόπιν υπόδειξης των κατοίκων του χωριού.

 Η εκκλησία, κτισμένη στο κέντρο του χωριού από το 1833, ήταν αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή. Στον αυλόγυρό της, υπήρχε ένα μεγάλο Αγίασμα σε σχήμα πηγαδιού και το διώροφο σχολείο του χωριού.

Υπήρχε επίσης στο χωριό και ένα πανδοχείο για τη φιλοξενία των επισκεπτών, το οποίο ο μουχτάρης με μειοδοτικό διαγωνισμό, το διέθετε στον υποψήφιο ενοικιαστή για να το λειτουργήσει.

Στη διαδρομή για το τουρκοχώρι Γιαμάν Κιόι, υπήρχαν δυο Αγιάσματα, αφιερωμένα στην Αγία Μαρίνα και στην Αγία Γαλατινή. Τις μέρες τις εορτής τους, ο ιερεύς του χωριού και πολλοί πιστοί τα επισκέπτονταν και έκαναν Θεία Λειτουργία. Σε μια περιοχή του χωριού με το όνομα Αϊντίν μπέη, είχαν βρει τυχαία παλιά πιθάρια και κεραμίδια τα οποία φανέρωναν την ύπαρξη παλιού οικισμού.

        Από μακριά το Βελετλέρ φαντάζει πανέμορφο. Όπως είναι κτισμένο ψηλά δεσπόζει της περιοχής. Ατενίζοντας από εκεί κανείς έχει πανοραμική θέα στα γύρω χωριά, ενώ η ματιά του φθάνει αβίαστα μέχρι τη θάλασσα η οποία δεν απέχει πολύ.  Πλησιάζοντας το χωριό διακρίνουμε μια τεχνητή λίμνη που δίνει μια ξεχωριστή ομορφιά  στην περιοχή. Όταν όμως μπαίνεις στο χωριό απογοητεύεσαι.

Ένας δρόμος της προκοπής δεν υπάρχει, όλοι είναι χαλικόστρωτοι και διακρίνονται πάνω τους οι αυλακιές που είχε δημιουργήσει η τελευταία βροχή. Τα σπίτια καινούργια μεν, αλλά ασοβάτιστα, ενώ χαρακτηριστικές ήταν οι μεγάλες και απεριποίητες αυλές που οριοθετούνταν με ανύπαρκτα συρματοπλέγματα. Για να μη μιλήσω για τα περιττώματα των ζώων που πρόσφεραν το άρωμά τους σε όλη την περιοχή. Τα χαλίκια χοροπηδούσαν και κτυπούσαν το σασί του αυτοκινήτου κάνοντας έναν ενοχλητικό θόρυβο.

«Πονηρέ Γιουνάνη», είπε ο Σεφέρ, «κάτι ήξερες και δεν πήραμε το δικό σου αυτοκίνητο…..για να καταστρέψουμε το δικό μου».

Εδώ που τα λέμε… είχε κάποιο δίκιο το καρντάσι μου, αλλά ελληνοτουρκική φιλία είναι αυτή, θέλει και τις θυσίες της.

Πλατεία δεν υπήρχε, έτσι καθίσαμε σε ένα καφενεδάκι δίπλα στο τζαμί. Οι κάτοικοι μας πρόσφεραν το συνηθισμένο τσάι, το οποίο εκεί ψηλά που βρισκόμασταν θεωρήθηκε απαραίτητο. Ως συνήθως, τους παράτησα στο καφενείο και άρχισα να τραβάω φωτογραφίες του χωριού. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν είδα ούτε ένα ελληνικό σπίτι, παρά μόνο μία παλιά ελληνική βρύση.

Απόρησα που διασώθηκε και αυτή. Πάντως δε νομίζω πως θα συνέχιζε να υπάρχει για πολύ καιρό ακόμη, διότι στο χωριό συνάντησα συνεργεία κατασκευής δρόμων και η βρύση αυτή ήταν σχεδόν στη μέση του δρόμου που κατασκευαζόταν.

Οι κάτοικοι του χωριού, αρκετά συμπαθητικοί και πρόσχαροι και αυτοί, ήταν πρόσφυγες από τις περιοχές της Δράμας και του Λαγκαδά. Οι περισσότεροι ήταν νέοι και δεν είχαν ιδέα για την προσφυγιά και τους τόπους καταγωγής των προγόνων τους. Εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός πως υπήρχε και ένα γραφείο ποδοσφαιρικού σωματείου με το όνομα Βελετλέρ Σπόρ. Γήπεδο όμως εκεί ψηλά δεν είδα.


   Βελετλέρ. Η παλιά βρύση του χωριού.

«Παίζουμε πότε-πότε με τα γύρω χωριά, αλλά δε συμπληρώνουμε ενδεκάδα, διότι οι νέοι μας έχουν φύγει όλοι για τα Μουδανιά και την Προύσα αναζητώντας δουλειά. Αυτοί που μείναμε εδώ ασχολούμαστε με την εκτροφή ζώων και την ελαιοκομία».

Άρχισε να σουρουπώνει όταν φύγαμε από το Βελετλέρ με κατεύθυνση τα Κουβούκλια. Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση, περίπου 15-20 χιλιόμετρα, αλλά ο δρόμος δεν ήταν καλός και δυσκόλευε τη μεγάλη Μερσεντές του Σεφέρ.
«Αύριο που θα πάμε στα χωριά της περιοχής Μιχαλιτσίου, που είναι και πιο μακριά, θα πάμε με το αμάξι του Μουσταφά γιατί είναι πιο ευέλικτο», μου έκλεισε το μάτι ο Σεφέρ, γνωρίζοντας την τσιγγουνιά του. Κάτι μουρμούρισε ο Μουσταφά, έκανε ότι δεν άκουσε τίποτε και συνεχίσαμε το δρόμο μας.

Στα Κουβούκλια μας περίμεναν οι υπόλοιποι γνωστοί και φίλοι.

«Μπιρ γκιούν μουσαφίρ, ικι γκιούν μουσαφίρ αρτικ γιετέρ… μια μέρα μουσαφίρης, δυο μέρες μουσαφίρης, φτάνει πια, εσύ είσαι εδώ μια βδομάδα» με πείραξε ο Σεφέρ.

 «Δεν ντρέπεσαι Σεφέρ να μιλάς έτσι στο μουσαφίρη», πετάχτηκε ένας παππούς, ο ενενηντάχρονος Ραμαζάν Κιβράκ από την Καβάλα, που δεν κατάλαβε το πείραγμα.

 «Τι να κάνω παππού», του απάντησα, «έτσι είναι οι δικοί σας, οι ντελικανλήδες. Δεν αγαπούν τους φιλοξενούμενους. Μεγάλο ζόρι το μουσαφιρλίκι».

«Γιώργο το βράδυ να πάρεις τα πράγματά σου και να έρθεις να κοιμηθείς στο σπίτι μου. Μόνος είμαι, να με κάνεις και παρέα».

«Εντάξει παππού», του απάντησα. «Το βράδυ θα πάμε να φάμε και μετά θα έρθω στο σπίτι σου, να με περιμένεις».

Φίλησα τον παππού και τον ευχαρίστησα. Μου θύμιζε τον παππού μου τον Φωτάκη και γι’ αυτό δέχτηκα την πρότασή του με τόση ευκολία. Είχαν την ίδια ηλικία και έμοιαζαν πολύ. Οι παππούδες είτε Τούρκοι, είτε Έλληνες, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά…

 Με το Σεφέρ και την κοινή παρέα μας πλέον, πήγαμε στην ταβέρνα. Πεινούσα σαν λύκος. Τους πρότεινα να τους κάνω το τραπέζι, αλλά δεν δέχτηκαν. Ούτε καν το συζήτησαν.

«Όταν θα έρθουμε στην Ελλάδα, θα πληρώσεις εσύ», μου απάντησαν.

Ποιος είπε ότι οι Τούρκοι Μουσουλμάνοι δεν καταναλώνουν αλκοόλ; Το Γενή ρακί έδινε και έπαιρνε, ώσπου το κεφάλι μας έγινε καζάνι. Τα υπέροχα μεζεκλήκια καταναλώνονταν με περισσή ευκολία και γρηγοράδα. Άσχημο πράγμα η πείνα. Σε λίγο αρχίσαμε και το τραγούδι…

«Σήμερα έχουμε ένα Γιουνάν τραγουδιστή», είπε στην άλλη παρέα ο μισομεθυσμένος Σεφέρ, «κατευθείαν από το Σελάνικ έχει έρθει. Άντε Γιώργο Μπέη, πιάσε τον Τσακιτζή».

Και άρχισε στην ταβέρνα ένα τρικούβερτο γλέντι με τη συμμετοχή όλων των πελατών. Έφερα από το αυτοκίνητό μου μια κασέτα του Καζαντζίδη και όλο το μαγαζί τραγουδούσε τη «Μανόλια» και τη «Μαντουβάλα». Τραγούδησα και εγώ τον «Τσακιτζή» και το «εκάε και το τσάμπασιν». Μαζί με τη διπλανή παρέα χορέψαμε από συρτάκι μέχρι και τίκ.

Η ελληνοτουρκική φιλία στα φόρτε της! Ποιος Παπανδρέου, Καραμανλής, ποιος Ερτογάν και Τσιλέρ; Βάλε σε μια ταβέρνα ένα Μουσταφά, ένα Σεφέρ, ένα Γιώργο και έναν Κώστα και λύθηκαν όλα τα προβλήματα.
Αργά τα μεσάνυχτα, ο Μουσταφά με πήγε στο σπίτι του παππού. Ο καημένος άκουσε την πόρτα που άνοιγε και σηκώθηκε. Δεν κοιμήθηκε καθόλου όσο με περίμενε. Κατάλαβε ότι ήμουν πιωμένος αλλά δεν είπε τίποτα σε μένα. Μάλωσε όμως, με έντονο ύφος το Μουσταφά γιατί μου έδωσαν αλκοόλ και μέθυσα.  Μου έδειξε το κρεβάτι μου, που ήταν στο ίδιο δωμάτιο και πήγε στο δικό του. Εγώ τον φίλησα, τον καληνύχτισα και αποκοιμήθηκα.

Πώς να κοιμηθείς όμως, όταν έχεις πιει έναν κουβά Γενή ρακί… Το στομάχι μου ανακατευόταν και το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να σπάσει.  Ο καημένος ο παππούς άκουγε φαίνεται τα βογκητά μου και κάθε τόσο με ρωτούσε..

«Yorgo nasilsin, Tι κάνεις;»

«Iyi iyim dede», του απαντούσα εγώ, αλλά τι iyi… που κόντευα να πεθάνω από τις αναγούλες και τις αναταράξεις του στομαχιού μου.  Ο παππούς ρωτούσε και ξαναρωτούσε, σαν να ήμουν παιδί του. Θα τον τάραξα φαίνεται και με το απαίσιο ροχαλητό μου, οπότε ο άνθρωπος δεν έκλεισε μάτι.  

Το πρωί όταν ξύπνησα, περίμενε στοργικά πάνω από το κεφάλι μου. Είχε στρώσει ήδη το σοφρά με κάθε λογής καλούδια και περίμενε να σηκωθώ.  Αφού έπλυνα το πρόσωπό μου για να συνέλθω πλήρως, παρατήρησα ότι βρισκόμασταν σε ένα μικρό σπιτάκι, με δύο δωμάτια και ένα σαλονάκι μικρό. Το ένα είχε δυο κρεβάτια, όπου κοιμηθήκαμε, και το άλλο ήταν γεμάτο από τα περίφημα καρά καβούνια της Προύσας, των οποίων η μυρωδιά κυριαρχούσε στο σπίτι.

«Ήπιες πολύ ρακί το βράδυ», με μάλωσε στοργικά ο παππούς. «Δεν φταις όμως εσύ, αλλά οι άλλοι, οι πεζεβέγκηδες οι φίλοι σου που σου έδωσαν να πιεις αλκοόλ».

 Δεν είπα τίποτα. Τι να έλεγα άλλωστε, δεν ήθελα να πάω μεθυσμένος στο σπίτι ενός ευσεβούς μουσουλμάνου το πρώτο κιόλας βράδυ, αλλά αφού έγινε, δεν μπορούσα να το αλλάξω.

 «Αυτό το σπίτι Γιώργο παιδί μου, να το θεωρείς σπίτι σου. Ακόμη και αν πεθάνω, εδώ να έρχεσαι να κοιμάσαι. Είχα τέσσερα αγόρια… τώρα έχω και πέμπτο».

Ευχαρίστησα τον παππού και τον αγκάλιασα. Με τιμούσε η εκτίμηση και η ιδιαίτερη αγάπη που μου έδειχνε. Συγκινήθηκα διότι με φρόντιζε πράγματι σαν να ήμουν παιδί του, σαν να με γνώριζε μια ολόκληρη ζωή και όχι πέντε έξι μέρες μονάχα. Μας διέκοψε η κόρνα ενός αυτοκινήτου.

 «Σήμερα παππού θα πάμε στα χωριά του Μιχαλιτσίου και θ’ αργήσουμε, γι’ αυτό μη με περιμένεις».

«Καλά παιδί μου, αλλά μην έρθεις πάλι μεθυσμένος. Θα σου κλείσω την πόρτα», με απείλησε χαμογελώντας.

Έξω περίμεναν ο Μουσταφά, ο Σεφέρ και ο Εμίν, ένα εγγόνι του παππού, το οποίο με χαιρέτησε εγκάρδια. Φίλησε και τον παππού του, αλλά αυτός τον μάλωσε για τη χθεσινοβραδινή κραιπάλη.

Φύγαμε με κατεύθυνση το Μιχαλίτσι, το σημερινό Καρατζάμπεη. Είναι γνωστό σε όλη την Τουρκία για ένα είδος γλυκίσματος που φέρει το όνομά του. Μετά από 20-25 χιλιόμετρα, στρίψαμε δεξιά, με κατεύθυνση το χωριό Τσαμπάζοι.
 
Στο Τσάμπαζ.
        Το Τσαμπάζοι ή Τσάμπαζ, ανήκε στην υποδιοίκηση Μιχαλιτσίου του νομού Προύσας. Στα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, διάβασα ότι στο χωριό κατοικούσαν 50 περίπου οικογένειες, οι οποίες πριν πολλά χρόνια είχαν εγκαταλείψει την περιοχή Καρπενησίου του νομού Ευρυτανίας και ήρθαν στη Μικρά Ασία αναζητώντας καλύτερη τύχη. Άλλοι πάλι αναφέρουν, ότι έφυγαν από την περιοχή τους, μη αντέχοντας τους διωγμούς και τις λεηλασίες των Αλβανών του Αλή Πασά.
 
 
   Τσαμπάζοι.
Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στην Αγία Ανάληψη του Σωτήρος Χριστού και βρισκόταν στη βορειοδυτική πλευρά του. Διέθετε αρκετή περιουσία με την οποία κάλυπτε τα έξοδα για τις διάφορες ανάγκες της.
Το σχολείο του χωριού ήταν πολύ μικρό, αρκούσε όμως για τους λίγους μαθητές που φοιτούσαν σε αυτό.  Το 1914, όπως όλα τα μικρά ελληνικά χωριά, υπέστη τις επιδρομές των Τσετών, οι οποίοι το λεηλάτησαν και ανάγκασαν τους κατοίκους να ζητήσουν προστασία σε άλλα μεγαλύτερα ελληνικά χωριά.
Στην είσοδο του χωριού διέκρινα την απογοητευτική κατάσταση που είχα συναντήσει στα περισσότερα χωριά που είχα ήδη επισκεφθεί. Παντού η ίδια ακαταστασία. Γκρεμισμένα παλιά σπίτια, μεγάλες απεριποίητες αυλές με έντονη τη δυσοσμία από τις κοπριές των ζώων.
Φθάνοντας στη μεγάλη πλατεία του χωριού, ρώτησα τους κατοίκους αν υπήρχε κάποιο στοιχείο ελληνικό που θα μπορούσα να επισκεφτώ. Μου απάντησαν αρνητικά και έτσι η παραμονή μας εκεί ήταν εξαιρετικά σύντομη.
 
Στο Τσεσνεήρι.
 
 Επόμενος σταθμός μας ήταν το χωριό Τσεσνεήρι ή Τσισνιήρ και στα ελληνικά Κρυοπηγή. Εκεί ο Εμίν Αγάς είχε ένα φίλο, ο οποίος μας περίμενε στο καφενείο.
Στη διαδρομή δε λέγαμε και πολλά πράγματα, διότι ήμασταν εξαντλημένοι από το τσιμπούσι της προηγούμενης νύχτας.
Μέσα σε λίγη ώρα φάνηκε το Τσεσνεήρι, σκαρφαλωμένο στις πλαγιές ενός τελείως φαλακρού βουνού. Από εκεί ο επισκέπτης έχει πανοραμική θέα σε όλη την περιοχή. Όχι ότι μπορεί να δει και κάτι το αξιόλογο… παντού υπήρχαν πέτρινοι λόφοι χωρίς κανένα δέντρο.
 
 Σύμφωνα με τα Αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, οι 120 οικογένειες που το κατοικούσαν, με επί κεφαλής το σόι των Καραπαναγιώτηδων, κατάγονταν από τα Άγραφα, και οι περισσότεροι συγγένευαν μεταξύ τους.
Οι κάτοικοι των άλλων ελληνικών χωριών τους αποκαλούσαν Αγραφιώτες, κάτι που μαρτυρούσαν άλλωστε και οι ιδιωματισμοί στο λεξιλόγιο και η προφορά τους, που ήταν ολοφάνερα αγραφιώτικοι.
 Είχαν σχηματισμούς κυρίων ονομάτων, εντελώς άγνωστους στη Μικρά Ασία, προερχόμενους από αυτήν την περιοχή της Ελλάδας: Κωνσταντής, Κωνσταντάκης, Κίτσος, Μήτρος, Δημηρός, Γιαννακός, Θανασός, Βασίλαρος, Σταυρακός, Βασίλω, Χάϊδω, Μαριώ, Αστέρω κ.α. και επιπλέον, ανέφεραν συνεχώς την παροιμία ... «Αν μι δής κακατσίδα να μι πης», που τη συναντά κανείς μόνο στα Άγραφα.
Η παράδοση αναφέρει ότι, αφού εκτοπίστηκαν από τα μέρη των Αγράφων,  ήρθαν και εγκαταστάθηκαν σε αυτήν την περιοχή, αγοράζοντάς τη από έναν αγά ονόματι Χασάν. Οι διάφοροι μαχαλάδες του χωριού πήραν τα ονόματά τους, από τις οικογένειες που έμεναν εκεί, Χλερέικα, Παναγιωτέικα, Στρατελέικα και Μπαλτέικα.
Την κύρια πλατεία του χωριού την ονόμαζαν Ζαρζαβατικό, εξαιτίας του παζαριού που έκαναν εκεί μία φορά την εβδομάδα. Κατά τη διάρκεια των μεγάλων γιορτών, οργάνωναν γλέντια στην πλατεία και οι πιο θερμόαιμοι πυροβολούσαν στον αέρα μετατρέποντας τη σε πεδίο μάχης.
Η εκκλησία, που ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είχε κτιστεί το 1837 κοντά στην περιοχή Πέτρα με το μεγάλο βράχο της και διέθετε τρεις παπάδες. Εκεί, μετά τη Θεία Λειτουργία, συγκεντρώνονταν τα παλικάρια και συναγωνίζονταν στην πάλη. Στον δρόμο προς τη γειτονική Τσάμλυτζα, υπήρχε το Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής, και κοντά στο Τσάμπαζ, το Αγίασμα του Αγίου Γεωργίου, τα οποία επισκέπτονταν συχνά οι κάτοικοι και άναβαν τα καντήλια τους.  
Στο Αγίασμα του ιδιαίτερα αγαπητού Αγίου Γεωργίου, οι άρρωστοι άφηναν μια κλωστή από τα ρούχα τους στο διπλανό θάμνο για να γιατρευτούν, μεταφέροντας προς αυτόν την αρρώστιά τους. Την ημέρα της γιορτής του είχαν το έθιμο να απελευθερώνουν κοκόρια στο βουνό, τα οποία περιφέρονταν ελεύθερα και έπεφταν θύματα των αγρίων ζώων.
Κοντά στο σχολείο του χωριού υπήρχε ένας ξενώνας, το «Αδελφάτο», όπως το αποκαλούσαν, με καφενείο και ξενώνα για τη φιλοξενία των επισκεπτών. Το είχαν κτίσει το 1908 και ήταν το στολίδι της περιοχής.
Κάτω από το χωριό, ήταν το ρέμα του Αγίου Γεωργίου, το οποίο όταν έβρεχε  μετατρεπόταν σε άγριο χείμαρρο που κατέβαζε πέτρες, κεραμίδια και πήλινους σωλήνες, απομεινάρια ενός παλιού κατεστραμμένου μοναστηριού.  Η περιοχή γύρω από το χωριό πρέπει να είχε κάποια αρχαιολογική σημασία. Στην περιοχή Κούκος, όπου υπήρχαν τα παλιά Τουρκικά νεκροταφεία, είχε βρεθεί μια μεγάλη μαρμάρινη κολώνα ύψους τριών μέτρων και στην περιοχή Κοτζά Ταρλά είχαν βρει απομεινάρια ενός παλιού οικισμού.
Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια κρεμμυδιών, κουκουλιών και παντός είδους κηπευτικών. Στην περιοχή Λάκες παρήγαγαν τα καλύτερα κρεμμύδια της περιοχής, ενώ στην περιοχή με το όνομα Χατζή Βασίλη Σταλός, είχαν μεγάλα μποστάνια και παρήγαγαν τα περίφημα καρά καβούνια της Προύσας.
Οι Τσέτες εισήλθαν σε αυτό το χωριό στις 3 Ιουνίου του 1914 και το λεηλάτησαν. Μάταια οι Τούρκοι των διπλανών χωριών προσπάθησαν να αποτρέψουν το μοιραίο βοηθώντας τους να ξεφύγουν. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στην Τρίγλια. Όταν επέστρεψαν στο χωριό, διαπίστωσαν με μεγάλη έκπληξη ότι στα σπίτια τους είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι πρόσφυγες από τη Μακεδονία. Ευτυχώς με την επιστροφή των κατοίκων απεχώρησαν χωρίς να δημιουργήσουν φασαρίες.
          Μπαίνοντας στο πυκνοκατοικημένο χωριό κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία, όπου ήταν και το τζαμί. Τα περισσότερα από τα σπίτια και εδώ ήταν παλιά ελληνικά, προχείρως επιδιορθωμένα. Συναντήσαμε το φίλο του Εμίν Αγά, το Μουζαφέρ, ο οποίος αφού μας κέρασε τσάι, μας ξενάγησε στο χωριό.
«Το Τσεσνεήρι έχει σήμερα 70 σπίτια με 250 περίπου κατοίκους οι οποίοι κατάγονται από το χωριό Σάριγερ του Λαγκαδά.  Ασχολούμαστε, συνέχισε ο Μουζαφέρ «με την παραγωγή ρεβιθιών, καλαμποκιού, ζαρζαβατικών και κρεμμυδιών, ενώ παράλληλα εκτρέφουμε και πολλά ζώα».
 Αυτό βέβαια δε χρειάστηκε να μας το πει ο Μουζαφέρ, διότι οι μυρωδιές των κοπριών είχαν προ ώρας κάνει αισθητή την παρουσία τους.
Διέκρινα μία βρύση που έμοιαζε ελληνική. Πλησίασα αμέσως και είδα μια μαρμάρινη επιγραφή..
 
                  «ΕΤΟΣ 1922, ΤΣΙΣΝΙΓΙΡΗ
                  ΤΗ ΕΥΓΕΝΗ ΦΡΟΝΤΙΔΙ ΤΗΣ ΤΟΤΕ ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΙΑΣ».
 

                       Τσεσνεήρι. Η παλιά βρύση.
 Σταμάτησα για να βγάλω φωτογραφίες. Καθετί «Ελληνικό» πρέπει να καταγράφεται και να φωτογραφίζεται. Είναι ο μόνος τρόπος για να παραμείνει αιώνια η κληρονομιά αυτή στις επερχόμενες γενεές. Γιατί στην πραγματικότητα, μέσα στα επόμενα χρόνια δε θα υπάρχει τίποτα από αυτά.
Αυτό συνέβη και στην Ελλάδα, όταν την δεκαετία του 1960 άρχισαν να κτίζονται καινούργια σπίτια, καταστράφηκε κάθε τούρκικο στοιχείο. Σήμερα μάταια οι Τούρκοι πρόσφυγες ψάχνουν να βρουν ένα δικό τους κτίσμα στα χωριά των προγόνων τους. Στην περιοχή Πέτρα υπάρχει ακόμη ο μεγάλος βράχος, λείπουν όμως τα παλικάρια που του έδιναν ζωή, διοργανώνοντας πάνω του αγώνες πάλης.
Φύγαμε για τη γειτονική Τσάμλυτζα, αφήνοντας πίσω τον ευγενικό Μουζαφέρ. Στο δρόμο για την Τσάμλυτζα τα φιλαράκια μου είχαν ξαναβρεί το κέφι τους. Κύριο θέμα των πειραγμάτων τους αυτή τη φορά, το χθεσινό τσιμπούσι.
«Εσύ ρε Γιώργο δε μας έλεγες ότι κάνεις δίαιτα και δεν πίνεις καθόλου αλκοόλ; Χθες μόνο εμάς δεν καταβρόχθισες», άρχισε  τα πειράγματα ο Σεφέρ.
«Αμ το τραγούδι; Ίδιος ο Ζεκί Μουρέν».
Πλησιάζαμε στο χωριό και δεν έδωσα σημασία στα πειράγματά τους. Αλλωστε είχαν δίκιο. Οτιδήποτε να μου βάλεις μπροστά μου δεν θα το αφήσω, είμαι σε θέση να καταβροχθίσω τα πάντα. Χθές με τέτοια πείνα που είχα έδωσα ρεσιτάλ. Αλλά και εκείνα τα παϊδάκια, οι μπαστουρμάδες, τα κεφτεδάκια, τα λουκάνικα, τα κάθε είδους μεζεκλήκια…. Και νεκρούς ανασταίνουν !!!!
 
Στην Τσάμλυτζα.
       Είχα ακούσει από τον παππού Θεοδόση από τις Σέρρες, ότι το χωριό του η Τσάμλυτζα βρισκόταν σε πολύ ωραία τοποθεσία και ότι είχε μια όμορφη εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο.
 <<Το χωριό μας Γιώργη μου, ανήκε στην υποδιοίκηση Μιχαλιτσίου του νομού Προύσας και πήρε το όνομά του από τα πολλά τσάμια (πεύκα) που υπήρχαν στην περιοχή. Είναι κτισμένο στις παρυφές του όρους Καλέ, στην κοιλάδα του ποταμού Νιλουφέρ. Κατοικούνταν από περίπου 160 οικογένειες Χριστιανών, οι οποίες είχαν έλθει στη Μικρά Ασία στα τέλη του 18ου αιώνα, προερχόμενοι από την περιοχή των Αγράφων της Ευρυτανίας. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν εδώ και οι άλλοι στα γειτονικά χωριά Τσεσνεήρι και Τσαμπάζοι.
Αρχικά ήμασταν δώδεκα οικογένειες Ελλήνων, με σπουδαιότερα τα σόγια των Ανδρικοπουλαίων και τους Αναστασιλαίων. Θυμάμαι που έλεγαν ότι ήταν μεγάλη τιμή να κατάγεσαι από αυτούς. Ήταν μάλιστα τόσο σπουδαίοι, που στα χρόνια μου διατηρούσαν ερείπια των παλιών τοίχων από τα σπίτια τους, για να τους θυμούνται.
Στο χωριό υπήρχαν έξι μαχαλάδες. Ο πρώτος, ο Τσάμια μαχαλάς, πήρε το όνομά του από τα πολλά πεύκα που υπήρχαν σε αυτόν. Οι υπόλοιποι, τα Τσαουσαίικα, τα Γιαννακαίικα, τα Χατζηγιανακαίικα, τα Χατζαραίικα και τα Τσεσνερλαίικα, πήραν τα ονόματά τους από τις δώδεκα πρώτες ελληνικές οικογένειες του χωριού.
Θυμάμαι ακόμα, από τον πατέρα μου, πολλά τοπωνύμια και τοποθεσίες, που σε ορισμένες από αυτές είχαμε χωράφια. Θα στα αναφέρω για να τα θυμάστε και εσείς:
Ακτσέ Μπουνάρ, Βαρβάρα, Βρύσες, Εξηντάρες, Καλές (παλιό φρούριο), Κεφαλονέρι, Κανασμάκι, Κρακουτούκι, Καραλήδες και Κούμια, με τα πολλά μποστάνια. Επίσης θυμάμαι την Πέτσα, τα Μεζαρλήκια, Μελίδια, Μελελίκ, Μετόχι, Μπας Μπουνάρ, Ντερμέν Ντερές, Πάγια (μερίδια), Ταρλάδες, Τασλήκια, Τραγάνες, Φαρά Μπαξέδες, Φτελούδες, Φαρμάν Καγιάς, Χαλιάδες (μέρος με χαλίκια) με τις πολλές μουριές και στην άκρη του χωριού, οι Ντεντέδες, όπου υπήρχαν παλιά τούρκικα νεκροταφεία».
Συνέχισε ο παππούς τις ιστορίες του για το όμορφο χωριό του. Άλλωστε είχε φύγει από εκεί σε ηλικία οχτώ χρονών και θυμόταν πολλά πράγματα.
  «Στην τοποθεσία Παπάζ Τσεσμεσί, πίσω από το χωριό Αγιασμαλάρ, διηγούνταν οι παλιοί, ότι οι Σταυροφόροι έκρυψαν πολλούς θησαυρούς. Έτσι, πριν από πολλά χρόνια, είχε έρθει ένας Ιταλός στο χωριό και μαζί με έναν Τούρκο πήγαν στην τοποθεσία που υποτίθεται υπήρχε ο θησαυρός. Έψαξαν αλλά δε βρήκαν τίποτε.
Η τοποθεσία του χωριού μας πρέπει να ήταν σπουδαία και από ιστορικής άποψης, την οποία προφανώς οι Τούρκοι αγνοούσαν. Παντού υπήρχαν χαλάσματα από παλιούς οικισμούς που για άγνωστους λόγους είχαν εγκαταλειφθεί.
Στην περιοχή του Καλέ, είχαν βρεθεί μεγάλες ασβεστωμένες πέτρες. Δίπλα, στο Μπάς Μπουνάρ, μέσα στα χωράφια της περιοχής Τασλίκ, είχαν βρει καλντερίμια και χαλάσματα σπιτιών. Στην περιοχή Βαρβάρα, στη συμβολή του Ρυνδάκου ποταμού με το Νιλουφέρ, είχαν ανακαλύψει πολλά αρχαία μάρμαρα. Κοντά στο Ντερμέντερε υπήρχε ένας κατεστραμμένος μύλος και χαλάσματα σπιτιών.
Στην περιοχή Μετόχι υπήρχαν πολλά χαλάσματα που τα ονόμαζαν Παρεκκλήσι. Σε αυτό, σύμφωνα με την παράδοση, όποιος περνούσε, από το πρωί ως το βράδυ, έβλεπε αναμμένο ένα καντήλι. Το είχα δει και εγώ μια φορά όταν πήγα εκεί με τους φίλους μου για να παίξουμε.
Εκεί κοντά ήταν και μια μεγάλη τεχνητή σπηλιά και μέσα σε αυτήν είχαμε βρει άμμο, όστρακα και πολύ παλιά κεραμίδια. Οι παλιοί έλεγαν ότι η σπηλιά κάποτε επικοινωνούσε με τη θάλασσα, αλλά για άγνωστους λόγους υποχώρησε.
Λίγα χρόνια πριν εγκαταλείψουμε το χωριό, είχαν έρθει στην περιοχή κάποια παιδιά για να παίξουν. Εκεί που έσκαβαν, βρήκαν ένα μεγάλο καζάνι με δώδεκα χερούλια. Το μετέφεραν στο χωριό και ο μουχτάρης ειδοποίησε την αρχαιολογία του Μιχαλιτσίου που έστειλε τους ανθρώπους της να το πάρει.
Οι γονείς μας ασχολούνταν με την παραγωγή κυρίως κουκουλιών και κρεμμυδιών. Τα κουκούλια τα πουλούσαν σε εμπόρους της Προύσας και τα κρεμμύδια, μέσω του Ρυνδάκου ποταμού, τα μετέφεραν και τα πουλούσαν στην Πόλη. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής μας αποκαλούσαν «κρομμυδάδες» και «καυλομούνιδες» γιατί καλλιεργούσαμε πολλά κρεμμύδια» .
Δε μου εξήγησε το λόγο για το δεύτερο χαρακτηρισμό που τους απέδιδαν, απλώς χαμογέλασε πονηρά. Ο νοών νοείτω.
Τα καλύτερα χωράφια μας ήταν στην περιοχή Καγιάς, όπου φυτεύαμε σιτηρά κρεμμύδια και αμπέλια. Εκεί λειτουργούσε ένας ανεμόμυλος και πηγαίναμε με τον πατέρα μου να αλέσουμε το σιτάρι μας.
Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και χτίστηκε το 1833. Όμορφη εκκλησιά Γιώργη μου, όπου όταν γιόρταζε ο Άγιος κάναμε μεγάλο πανηγύρι.
Στην περιοχή Αλώνια μαζεύονταν τα παλικάρια της Τσάμλυτζας και των γύρω χωριών και συναγωνίζονταν στην πάλη με έπαθλα μερικά αρνιά και πρόβατα.
Πανηγύρι κάναμε και στις 14 Ιουνίου, όταν γιόρταζε το Μοναστηράκι του Αγίου Ελισαίου, επτά χιλιόμετρα μακριά, δίπλα στο τούρκικο χωριό Αγιασμαλάρ.
Θυμάμαι τους τρεις παπάδες του χωριού μας, τον Πρωτόπαπα Παπαναστάση, τον Χατζήπαπα και τον Παπανικόλα Καλπακίδη, που έφερε ένα χρυσό ρόμβο κρεμασμένο πάνω από τα γόνατά του. Μπροστά αυτοί και πίσω οι χωριανοί, πηγαίναμε στο Αγίασμα και κάναμε Θεία Λειτουργία.
  

Τσάμλυτζα. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου.
 
Στο Αγίασμα υπήρχε η θεραπεία για όποιον τύχαινε να τον δαγκάσει σκυλί. Έπαιρνε νερό από εκεί, το ανακάτευε με αλεύρι, έκανε ζυμάρι, το λεγόμενο Χαμουρί, το έψηνε στη σόμπα και το έτρωγε. Με τον τρόπο αυτό προστατευόταν από τη λύσσα που μπορούσε να του προκαλέσει το δάγκωμα. Στην Τσάμλυτζα υπήρχε ένα Παρθεναγωγείο και ένα Αρρεναγωγείο, κτισμένα το 1870. Αλλά ποιος ενδιαφέρονταν γι’ αυτά; Πηγαίναμε 2-3 τάξεις και μετά σταματούσαμε διότι έπρεπε να δουλέψουμε και εμείς.
Άλλωστε δε μας άρεσε το σχολείο. Σε αυτό βοηθούσε βέβαια και το γεγονός ότι υπήρχαν αυστηροί δάσκαλοι που με το παραμικρό μας μάλωναν και μας ξυλοφόρτωναν. Έτσι εύκολα τα παρατούσαμε και μέναμε αγράμματοι.
Στη μέση του χωριού υπήρχε ένα παλιό τζαμί με διαστάσεις 10χ10, χωρίς όμως μιναρέ. Ποιος ξέρει κατάλοιπο ποιας εποχής, το οποίο το χρησιμοποιούσε ο μουχτάρης σαν αποθήκη και σαν μουσαφίρ οντά.
Το 1914 δεχθήκαμε πολλές επιθέσεις από τους Νεότουρκους. Την πρώτη φορά καταφύγαμε για μια εβδομάδα στην Τρίγλια, ενώ την επόμενη, στην Κήδεια και το Μιχαλίτσι. Όταν επιστρέψαμε στο χωριό, το 1918, βρήκαμε Τούρκους από τη Μακεδονία, οι οποίοι ευτυχώς αποχώρησαν ειρηνικά.
Κατά την αποχώρηση από τη Μικρά Ασία, το 1922, πολλοί από εμάς βγήκαμε στη Θράκη μέσω Πανόρμου, άλλοι μέσω Μουδανιών. Μετά από πολλές κακουχίες, καταλήξαμε οι περισσότεροι στο νομό Σερρών».
        Μπήκαμε ήδη στην Τσάμλυτζα και κατευθυνόμασταν προς την πλατεία. Οι πρώτες εντυπώσεις, φρικτές. Παντελής εγκατάλειψη! Αν ήταν μαζί μας ο παππούς Θεοδόσης, θα πέθαινε πριν της ώρας του από στεναχώρια.
Μονάχα η πλατεία με το τζαμί της ξεχωρίζουν. Σε όλα τα άλλα σημεία του χωριού κυριαρχούν τα ερειπωμένα και γκρεμισμένα σπίτια. Οι δρόμοι γεμάτοι  νερά και λακκούβες. Αυτός που οδηγούσε στην εκκλησία έμοιαζε σαν οργωμένος.
Στο καφενείο μας υποδέχτηκαν πολλοί ηλικιωμένοι κάτοικοι, πρόσφυγες και αυτοί, προερχόμενοι από τα χωριά της Δράμας, των Σερρών και του Λαγκαδά. Απέδιδαν την εγκατάλειψη του χωριού στο γεγονός ότι οι νέοι είχαν πια εγκατασταθεί στην Προύσα, την Πάνορμο και το Μιχαλίτσι, καθώς η μοναδική απασχόλησή που προσέφερε το χωριό ήταν η παραγωγή δημητριακών, κρεμμυδιών και ελαιών.
Πηγαίνοντας στην εκκλησία, πήρα μαζί μου το Μουσταφά για να ξεσπάσω πάνω του την οργή μου για την εγκατάλειψη του όμορφου αυτού χωριού. Σε αυτόν είχα και το περισσότερο θάρρος.
Συμμάχους μου είχα και τα γκρεμισμένα ή μισογκρεμισμένα ελληνικά σπίτια. Σαν να ζωντάνεψαν ακούγοντας μια ελληνική φωνή και με παρότρυναν να τα υπερασπιστώ. Και όσο τα έβλεπα, τόσο στεναχωριόμουν και λυπόμουν για την κατάντια τους.
Η εκκλησία του Αι Γιώργη, ή μάλλον ό, τι απέμεινε από αυτήν, ήταν χτισμένη σε ένα μικρό λόφο. Τώρα πια  παρέμειναν μόνο ντουβάρια και μια μαρμάρινη επιγραφή με ένα σταυρό στην είσοδό της. Έκανα το σταυρό μου και μπήκα μέσα. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου. Ένα δάκρυ οργής και λύπης για την κατάντια αυτού του μνημείου.
Τράβηξα πολλές φωτογραφίες, σε μία ύστατη προσπάθεια να περισώσω μια μικρή κληρονομιά από την πατρίδα των προγόνων μας για τα εγγόνια και τα δισέγγονα του κάθε παππού Θεοδόση.
Το καρντάσι μου, ο Μουσταφά, που προηγουμένως είχε ακούσει τον εξάψαλμο, με έπιασε από το χέρι και βγήκαμε από την εκκλησία. Εγώ του ζήτησα συγνώμη, όπως όφειλα να κάνω, και τον φίλησα.
«Εμείς Γιώργο είμαστε αδέλφια», μου είπε, «και η φιλία μας θα παραμείνει αιώνια, διότι εμείς δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτε. Εσύ είδες τα ερείπια μιας χριστιανικής εκκλησίας εδώ και έκανες το σταυρό σου. Εγώ στην πατρίδα του πατέρα μου, στην Παλιά Καβάλα, άραγε θα βρω κάτι να προσκυνήσω;»
Στο καφενείο ο Σεφέρ και ο Εμίν μας υποδέχθηκαν μουρμουρίζοντας.
 «Άντε βαρεθήκαμε να περιμένουμε. Θα είχες πολύ δουλειά εδώ, διότι βλέπω υπάρχουν πολλά ντουβάρια και χαλάσματα».
Χαιρετίσαμε τους φιλόξενους κατοίκους, έριξα μια τελευταία αποχαιρετιστήρια ματιά στην εκκλησία και τα ελληνικά σπίτια και αναχωρήσαμε για το Πριμικήρι.
 Σήμερα στα χωριά της Τουρκίας, ένας Έλληνας μπορεί να συναντήσει ερειπωμένες εκκλησίες, Αγιάσματα που κάποτε χάριζαν απλόχερα τα θαύματά τους στους πιστούς, παρεκκλήσια, βρύσες, σπίτια. Θα νιώσει απέραντη θλίψη όμως, όταν θα διαπιστώσει τη σημερινή κατάσταση των μνημείων και θα ευχηθεί να μην τα είχε επισκεφτεί ποτέ.Για να θυμάται την πατρίδα των προγόνων του μέσα από τις αφηγήσεις τους.
Δύο είναι τα συναισθήματα που κυριάρχησαν μέσα στη δική μου ψυχή. Χαρά, γιατί βρισκόμουν στα μέρη όπου γεννήθηκαν, έζησαν και πέθαναν οι πρόγονοί μου, αλλά και βαθύτατη λύπη για τους λόγους που προανέφερα.
       Tο Πριμικήρι ή Κιρμικίρ, όπως το αποκαλούν οι Τούρκοι, είναι ένα από τα εννέα Πιστικοχώρια της περιοχής Απολλωνιάδας - Μιχαλιτσίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου